Ταφή ή Καύση των νεκρών κατά την
Καινή Διαθήκη
Το θέμα της καύσης αντί της ταφής των
νεκρών εμφανίζεται συχνά στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Τα βαθύτερα αίτια
είναι πολλά· εδώ, όμως, θα εξετάσουμε
μόνο την περίπτωση της άγνοιας των Γραφών.
Στην Καινή Διαθήκη εφαρμόζεται μόνο η παράδοση
της ταφής των νεκρών σωμάτων. Ο βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές αναφερόμενος
στο ζήτημα της καύσης των νεκρών σε σχέση με την Καινή Διαθήκη, σημειώνει:
«ουδαμού της Καινής Διαθήκης απαγορεύεται η καύση των νεκρών, ουδαμού όμως και
επιτρέπεται». Πολλοί μάλιστα αναφέρουν ότι η ταφή ή καύση των νεκρών δεν είναι
δογματικό θέμα. Δογματικό (από τή λέξη "δόγμα")
θέμα δεν είναι μόνον ό,τι έχει αποφασίσει κάποια Οικουμενική Σύνοδος, αλλά και
ό,τι έχει διαχρονικά επαναλάβει η οικουμενική Εκκλησία επί 20 αιώνες με την
καθημερινή πράξη της. Ανήκει, στην "άγραφο" ιερά παράδοση της πίστεως, όπως το σημείο του
σταυρού, η στροφή των ναών κατ΄ ανατολάς, η τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο
Βάπτισμα κ.α. Όπως δηλαδή στα μυστήρια του Βαπτίσματος, του Γάμου και της θείας
Ευχαριστίας εφαρμόζουμε την παράδοση
του Κυρίου, το ίδιο και στο θέμα της ταφής
θα ακολουθήσουμε ό,τι παρέδωσε ο Ιησούς
Χριστός.
Βασική άποψη της Εκκλησίας είναι ότι η φθορά
του σώματος πρέπει να είναι φυσική και ποτέ βίαιη και εξαναγκασμένη. Ο ενταφιασμός είναι η παράδοση του σώματος
στις συνθήκες της φύσεως, ενώ με την
καύση των νεκρών, το σώμα εκτίθεται στη βιαιότητα των
στοιχείων της φύσεως ή στη μανία της
τεχνολογίας. Η λέξη "κηδεία" από
το ρήμα "κήδομαι" σημαίνει φροντίζω κάποιον και άρα δεν εφαρμόζω βία
επάνω του. Για την Εκκλησία το σώμα
αποτελεί ναό του Αγίου Πνεύματος, κατοικητήριο της αθάνατης ψυχής· γι΄αυτό και δεν πρέπει να το καίμε. Η καύση του σώματος είναι
εικονοκλαστική στη φύση της και προσβάλλει το χριστολογικό δόγμα. Ο απόστολος
Παύλος αναφέρει: «Δεν ανήκετε στον εαυτό σας, σας αγόρασε ο Θεός και πλήρωσε τίμημα» (Α´
Κορινθίους 6,19). Συνεπώς, σύμφωνα με τη
διδασκαλία της Εκκλησίας μας, το σώμα
μας δεν είναι «κτήσις» μας, είναι «χρήσις» μας, είναι «ναός του Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. 6, 19). Και
«Αν κάποιος καταστρέφει τον ναό του Θεού θα τον αφανίσει ο Θεός» (Α΄ Κορ. 3,
17).
Η ταφή
αποτελεί σύμβολο και ομολογία της πίστεως και της ελπίδας στην αθανασία της
ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών και στην αιώνια ζωή. Μόνο στα χρόνια των
διωγμών οι διώκτες έκαιγαν τα σώματα των μαρτύρων. Γι΄αυτό ο απ.
Παύλος δίνει απάντηση αναφέροντας: «Το ίδιο θα συμβεί και με την ανάσταση των
νεκρών: Όταν το σώμα μπαίνει στη γη είναι φθαρτό, θα ξανάρθει όμως στη ζωή
άφθαρτο. Θάβεται άδοξο, θα ξανάρθει όμως στη ζωή ένδοξο, ενταφιάζεται ανίσχυρο,
θα ξανάρθει στη ζωή δυνατό. Ενταφιάζεται σώμα εμψυχωμένο από ζωική φυσική
δύναμη, θ΄αναστηθεί όμως ζωοποιημένο από το Πνεύμα του Θεού» (Α' Κορ. 15,
42-44). Όπως
αναφέρει σχετικά ο καθηγητής Γεώργιος
Μαντζαρίδης «Η καύση των νεκρών δεν προσβάλλει, άμεσα το δόγμα της αναστάσεως.
Προσβάλλει όμως το αίσθημα και το ήθος που καλλιεργεί το δόγμα αυτό.
Παραμορφώνει την προοπτική και την προσδοκία της Εκκλησίας για τον άνθρωπο. Έτσι
θίγεται και το δόγμα, μια κι΄ αυτό είναι οργανικά ενωμένο με το ήθος και τη ζωή
της Εκκλησίας. Στον τόπο αυτόν, όπου δεν ήταν άγνωστη η καύση των νεκρών,
καθιερώθηκε με τη χριστιανική διδασκαλία και διατηρήθηκε στη συνέχεια ως αυτονόητη
η ταφή των νεκρών».
Ο θάνατος κατά τον χριστιανισμό ονομάζεται
"ανάπαυσις" ή "κοίμησις" και τα νεκροταφεία
"κοιμητήρια". Πρβλ. Α' Θεσσ. 4, 13. Γι’ αυτό και η Εκκλησία σύμφωνα
με το «χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσεται», σεβόμενη το σώμα, τον «τελευταίο ασπασμό»
τον συνδέει με όραση ανθρωπίνου σώματος.
Το παράδειγμα της ταφής του Ιησού Χριστού
μιμήθηκε η Εκκλησία και εφάρμοσε για τους πιστούς την ταφή των νεκρών.
Σύμφωνα
με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, η
Μαριάμ εκδηλώνοντας την αγάπη της προς τον
Κύριο, πλένει τα ταλαιπωρημένα πόδια του Ιησού. Καταναλώνει και θυσιάζει το
πανάκριβο και εύοσμο μύρο. Τότε ό Ιούδας, ο Ισκαριώτης, διαφωνώντας
με αυτήν την πράξη,
κόπτεται για τη σπατάλη του πολύτιμου μύρου λέγοντας ότι
θα ήταν προτιμότερο να πωληθεί και τα χρήματα να δοθούν στους πτωχούς. Η απάντηση του Ιησού,
είναι: " Άφησέ την ήσυχη· αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του
ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με
έχετε πάντα" (Ίωάν. ιβ' 7). Ο
Ιησούς Χριστός δηλαδή εγκρίνει τον ενταφιασμό Του, λέγοντας ότι αξίζει ή δαπάνη
του πολύτιμου μύρου (δείγμα τιμής του νεκρού σώματος, δια της περιποιήσεως)
θέτοντάς την τόσο ψηλά, ώστε να την προτάσσει ακόμα και από τη βοήθεια προς
τους πτωχούς.
Ο ενταφιασμός του σαρκωθέντος Λόγου μετά
το πάθος Του, από τους δύο επίσημους Ιουδαίους, Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας
και Νικόδημο τον κρυφό μαθητή, που εξιστορείται και από τους τέσσερεις
Ευαγγελιστές (Ματθ. κζ', 57 - κη', 1-15· Μαρκ. ιε', 42 - ιστ 1-8- Λουκ. κγ', 50
- κδ', 1-12· Ιω. ιθ', 38 - κ', 1-18), διδάσκει πολλά για το θέμα μας. Ο Ιωσήφ
ο από Αριμαθαίας ζήτησε και έλαβε από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού
Χριστού, το τύλιξε σε καθαρή σινδόνα, το τοποθέτησε σε λαξευτό τάφο παραχωρούμενο από τον ίδιο κι έβαλαν μεγάλη
πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου. Η ενέργεια αυτή αποτελεί ένα παράδειγμα προς
μίμηση για την τιμή του νεκρού σώματος
και τον ενταφιασμό του.
Γι’ αυτό η Εκκλησία υιοθέτησε από την
αρχή την ταφή των κεκοιμημένων. Ιστορικός αδιάψευστος μάρτυρας είναι οι
κατακόμβες της αρχαίας Εκκλησίας, που ουσιαστικά ήταν τόποι λατρείας και υπόγεια
κοιμητήρια.
Η καύση, λοιπόν, των νεκρών, σε οποιαδήποτε επιχειρήματα
και αν στηρίζεται, βρίσκεται έξω από τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και της ορθόδοξης
παράδοσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου