17 Οκτ 2014

Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, Βιοηθικά διλήμματα και ποιμαντικοί προβληματισμοί

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι άγιοι αρχιερείς,
Αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκινήσω την παρούσα ομιλία μου εκφράζοντας τις ευχαριστίες μου για την τιμή της αναθέσεώς της, αλλά και ομολογώντας ταυτόχρονα την εσωτερική μου δυσκολία να μιλήσω εν Συνόδω για θέματα Βιοηθικής, που είναι καινούργια στη φύση τους, δύσκολα στη κατανόησή τους, εύκολα στην παρεξήγησή τους και πολύ λεπτά στη διαχείρισή τους. 

Θέματα για τα οποία συχνά απαιτείται εξειδικευμένη επιστημονική γνώση, κλινική αίσθηση και εμπειρία, και οπωσδήποτε αισθητήριο θεολογικής ανθρωπολογίας. Σας διαβεβαιώνω ότι θα μου ήταν πολύ πιο εύκολο να μιλήσω σε ένα επιστημονικό συνέδριο η σε ιατρικό ακροατήριο η σε νέα παιδιά με ισχυρές αμφισβητήσεις, παρά ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και τούτο διότι όσο και αν κανείς έχει διαβάσει η ακούσει η και σκεφθεί, όσα χρόνια και αν έχει ασχοληθεί με τα θέματα αυτά, συχνά αισθάνεται αιφνιδιαζόμενος, χωρίς σίγουρες απαντήσεις και στο βάθος του ανεπαρκής, η δε ευθύνη των θεολογικών τοποθετήσεων είναι μεγάλη.
Παρά ταύτα, δέχθηκα την πρόκληση, διότι ο τίτλος της ομιλίας περιείχε τις λέξεις «διλήμματα» και «προβληματισμοί» και όχι «θέσεις», επιπλέον δε με το αίσθημα της ευθύνης που έχω ως επί δεκαέξι έτη πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής να θέσω την όποια γνώση μου στην κρίση Σας. Επιπλέον, επικράτησε μέσα μου η σκέψη ότι θα μπορούσα να δώσω την αφορμή και μόνον σε σοφούς «ίνα σοφώτεροι όλοι γενώμεθα» (Παροιμ. θ  9), μέσα από μια διαδικασία καρποφόρου συμπροβληματισμού και με την ελπίδα του ιεροσυνοδικού φωτισμού. Η ανάγκη ως Εκκλησία να σταθούμε στο πλευρό του πιστού λαού που τελεί εν συγχύσει είναι επιβεβλημένη.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΒΙΟΗΘΙΚΗ
Η κλασσική ιατρική ηθική κατά βάσιν προσπαθούσε να διασώσει την καθαρότητα της σχέσης ιατρού και ασθενούς στη βάση του όρκου του Ιπποκράτη και των τεσσάρων αρχών: της αυτοδιάθεσης, της ισοτιμίας, της εμπιστευτικότητος και της ωφελείας και μη πρόκλησης βλάβης και πόνου.
Ο όρος Βιοηθική είναι αρκετά πρόσφατος[2] και κατά κύριον λόγο προσδιορίζει την επιστήμη, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει τα επιτεύγματα με τις συνέπειες που απορρέουν από την παρεμβατική χρήση της τεχνολογίας στον χώρο της βιολογίας, γενετικής και υγείας. Είναι αλήθεια ότι οι αλλαγές που προέκυψαν στη θεώρηση και αντιμετώπιση της υγείας είναι δραματικές. Η σχέση με το σώμα και την βιολογία μας είναι πλέον τέτοια που δεν ακουμπά μόνο στη φυσική υπόστασή μας η στην ψυχολογία μας, αλλά έντονα αφορά και τη βούληση, τις αποφάσεις μας, την ηθική και την πνευματική αίσθησή μας.
Όταν λέμε βιοϊατρική τεχνολογία, εννοούμε την ανθρώπινη παρέμβαση είτε με φάρμακα (φαρμακευτική τεχνολογία), είτε με συσκευές και όργανα (νυστέρι, βηματοδότης, τεχνητά όργανα) είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο στην ανθρώπινη ανατομία, φυσιολογία, βιολογία η και γενετική. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει ιδιοφυείς διαγνωστικές τεχνικές, θαυμαστές θεραπείες, εντυπωσιακές τροποποιήσεις και υποκαταστάσεις (τεχνητά μέλη και όργανα, ρομποτικές αποκαταστάσεις, ψηφιακή ομιλία κ.λπ.), αλλά και ενδεχομένως ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες αλλοιώσεις της ανθρώπινης γενετικής και φυσιολογίας (κλωνοποίηση, βλαστοκυτταρικές και γονιδιακές επεξεργασίες κ.λπ.).
Χάρις στην τεχνολογία, η διαγνωστική και προληπτική ιατρική έχουν σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο (π.χ. υπερηχογραφία, αξονική, μαγνητική, ποζιτρονική τομογραφία), η επεμβατική ιατρική κάνει θα λέγαμε θαύματα (νέες χειρουργικές τεχνικές, τηλεϊατρική, μικροχειρουργική, κυβερνοχειρουργική, γ-knife, ηλεκτρονική υποκατάσταση της όρασης και της ακοής κ.λπ.), ο μέσος όρος ζωής έχει σχεδόν διπλασιασθεί τα τελευταία 60 χρόνια, η παιδική θνησιμότητα έχει σημαντικά περιορισθεί, πλείστες όσες ασθένειες έχουν αποτελεσματικά αντιμετωπισθεί.
Η τεχνολογική παρέμβαση στο ανθρώπινο σώμα υπήρχε από ετών, αυτό όμως που άλλαξε τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι η διείσδυση στα άβατα και ιερά της ανθρώπινης φυσιολογίας, όπως είναι η διαδικασία σύλληψης και αναπαραγωγής (μορφές τεχνητής γονιμοποίησης), η διαδικασία του θανάτου (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας), η αποκλειστικότητα των οργάνων του σώματος για κάθε άτομο, η παρέμβαση στο γενετικό κύτταρο και τελευταία στο νευρικό, η τεχνολόγηση στο επίπεδο της νανοκλίμακας. Έτσι σήμερα είναι δυνατόν να γονιμοποιηθεί ωάριο από σπερματοζωάριο χωρίς συζυγική συνεύρεση, απουσία των γονέων και να προκύψει έμβρυο εκτός του μητρικού σώματος, το οποίο μάλιστα να μπορούμε να εξετάσουμε, ενδεχομένως να δανείσουμε σε άλλο ζευγάρι η ακόμη και να παρέμβουμε είτε θεραπευτικά είτε τροποποιητικά είτε και καταστροφικά.
Ανάλογα μπορούμε να κρατούμε στη ζωή ανθρώπινους οργανισμούς σε βαρύτατη κατάσταση ασθένειας, δίχως επαφή με το περιβάλλον για χρόνια, η να αφαιρούμε και να εμφυτεύουμε όργανα από ένα σώμα σε άλλο, να εισάγουμε στον οργανισμό nanomarkersμε εντελώς πρωτόγνωρες ιδιότητες κ.ο.κ.
Το αποτέλεσμα είναι μαζί με τα επιτεύγματα να εμφανίζονται διλήμματα και προβλήματα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι αδύνατο να αντιμετωπισθούν. Χαρακτηριστικές περιοχές τέτοιου προβληματισμού είναι αυτές που αναφέρονται στην αρχή και στο τέλος της ζωής. Προέκυψαν καταστάσεις τέτοιες που αγνοεί η φυσιολογία της θεϊκής δημιουργίας, όπως τα invitroέμβρυα, οι εγκεφαλικά νεκροί, τα κλωνοποιημένα θηλαστικά, οι χρόνιες φυτικές καταστάσεις, άνθρωποι όχι μόνο με βιονικά σκέλη που υποβοηθούν την κίνηση, αλλά και με βιονικά όργανα που υποκαθιστούν τις λειτουργίες κ.λπ.
Τα προβλήματα που αναφύονται εξ αυτού του γεγονότος είναι πολλά και μεγάλα, εν πολλοίς ανυπέρβλητα και η επιστήμη που τα μελετά και προσπαθεί να βρει λύσεις ονομάζεται Βιοηθική, αυτή δε συναναπτύσσεται με την Ιατρική Δεοντολογία και το Ιατρικό Δίκαιο. Βασικά τα προβλήματα προκύπτουν από την ανάγκη να εξισορροπήσει το επίτευγμα με όλες τις θετικές συνέπειές του, από τη μία μεριά, με την αναπόφευκτη αλλαγή της οντολογίας του ανθρώπου και της μη διασάλευσης των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων, από την άλλη. Για να αντιμετωπισθούν αυτά, πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα όπως: Τι είναι πλέον ο άνθρωπος[3]; Πως οι αλλαγές στο σώμα επηρεάζουν την ψυχή και το πρόσωπο;Τι αξία έχει η ζωή και κάτω από ποιές προϋποθέσεις; πως και πόσο εξαρτάται η αξία της από την ποιότητά της; Τι σημαίνει ποιότητα και πως αυτή διατιμάται;
Είναι φυσικό πολλά από τα συναφή βιοηθικά διλήμματα και προβλήματα να απασχολούν και την Εκκλησία, στην οποία πολλοί προστρέχουν προκειμένου να τα χειρισθούν με «νουν Χριστού» και να τα αντιμετωπίσουν κατά το θέλημα του Θεού. Υπό την έννοιαν αυτήν και η Εκκλησία αναπτύσσει μία σχετική προσέγγιση εκκλησιαστικής Βιοηθικής, που μπορεί να την ονομάσει και Βιοανθρωπολογία η όπως ο Σεβ. Ναυπάκτου προτιμά Βιοθεολογία, μέσα από την οποία εκφράζει την πίστη της στην ιερότητα του σώματος, της ζωής και του θανάτου και γενικότερα του ανθρώπινου προσώπου. Στο βάθος κάθε προβληματισμού από πλευράς Εκκλησίας δεν βρίσκεται η προστασία κάποιων ηθικών νόμων η εκκλησιαστικών κανόνων, αλλά βρίσκεται η σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό, η δυνατότητα κοινωνίας μαζί Του και πρόσληψης της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, βρίσκεται ο αγιασμός. Πρέπει να διατηρηθεί η αυτεξουσιότητα του ανθρώπου, η διάσταση της αιώνιας προοπτικής του, η ισορροπία ψυχής και σώματος, η αίσθηση της ανάγκης του Θεού και της παρουσίας Του.
Η κοσμική βιοηθική προφανώς είναι πολύ διαφορετική από την Ορθόδοξη εκκλησιαστική. Άλλοι είναι οι στόχοι και άλλες οι επιδιώξεις της. Στην κοσμική αντίληψη αυτό που έχει σημασία είναι η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, οι αρμονικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα στις κοινωνίες, η διασφάλιση επαρκούς ενημερώσεως και συναινέσεως, η προστασία του έπιστημονικού επιτεύγματος και η ικανοποίηση των επιθυμιών ενόσω δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα τρίτων. Έτσι παρουσιάζεται. Ίσως όμως η κοσμική βιοηθική να μην είναι και τόσο «ηθική», τουλάχιστον όπως εμείς κατανοούμε την έννοια. Ίσως πάλι να είναι και επικίνδυνη ηθική, δηλαδή να αποτελεί μια επιμελώς συγκεκαλυμμένη φιλοσοφική αιτιολόγηση της χωρίς Θεό αντίληψης της ζωής του ανθρώπου και συγκεκριμένων εφαρμογών, που αφ’ ενός μεν καθιστούν τον άνθρωπο εντελώς επίπεδο και τον υποβιβάζουν σε βιολογική μηχανή με νομοτέλεια και όχι αυτεξουσιότητα, αφ’ ετέρου δε τον ανάγουν νοσηρώς σε υποκατάστατο του Θεού. Και αυτό αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο της σύγχρονης βιοϊατρικής.
Είναι προφανές ότι η όλη προβληματική παρουσιάζει ένα πλήθος διλημμάτων ενώπιον των οποίων κι εμείς ως Εκκλησία πρέπει να σταθούμε μετά φόβου Θεού αλλά και πολλής αγάπης στον κάθε άνθρωπο. Το πρώτο θα μας βοηθήσει να βρούμε την ακρίβεια η τουλάχιστον να πλησιάσουμε σε αυτήν. Το δεύτερο να δούμε τον άνθρωπο και πως θα τον οικονομήσουμε για το καλό του. Το πρώτο είναι η βιοηθική, το δεύτερο η ποιμαντική. Γι’ αυτό και η εκκλησιαστική βιοηθική δεν μπορεί παρά να είναι οπωσδήποτε θεολογική.
ΒΙΟΗΘΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Στην ομιλία αυτήν μου ζητήθηκε να παρουσιάσω συγκεκριμένα διλήμματα της καθημερινότητος, σχετιζόμενα με την αρχή της ζωής και τις αναπαραγωγικές τεχνικές. Προς τούτο, θα καταθέσω κατά περίπτωσιν ένα σκεπτικό αντιμετώπισης και διαχείρισής τους και στο βιοηθικό και στο ποιμαντικό επίπεδο, παρέχοντας όπου χρειάζεται και το απαραίτητο επιστημονικό και κλινικό υπόβαθρο, αφήνοντας ενδεχομένως θεολογικές πτυχές για τη συζήτηση, όπου θα μπορούσατε αρκετοί από σας να συμβάλετε, ιδίως ο Άγιος Ναυπάκτου που είναι και σύμβουλος της Επιτροπής, αλλά και αναλυτικά έχει επεξεργασθεί το θέμα[4].
Η ενασχόληση με το θέμα αυτό θεωρώ πως είναι εξαιρετικά αναγκαία λόγω των πολλών και επιμόνων προβλημάτων που καταλήγουν σε μας ως Εκκλησία ζητώντας την απάντησή τους, και πολύ επίκαιρη, δεδομένου ότι κατά τη συνάντηση των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών είχε προταθεί και η συμπερίληψη σχετικών αναφορών στη θεματολογία της μελλούσης να συνέλθει το έτος 2016 Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Μάλιστα τα θέματα των αναπαραγωγικών τεχνικών θεωρήθηκαν ως επείγοντος ενδιαφέροντος και από την υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό την προεδρεία του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Διορθόδοξο Επιτροπή Βιοηθικής, η οποία συνήλθε για πρώτη και δυστυχώς μόνη μέχρι τώρα φορά τον Μάϊο του 2012 στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, στο Κολυμπάρι Χανίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω ίσως του πολυπαραμετρικού χαρακτήρος των θεμάτων βιοηθικής, των ταχυτάτων εξελίξεων, της περιπλοκότητός τους και του καινοφανούς χαρακτήρος τους, ενώ όλοι συμφωνούν στην αναγκαιότητα εκκλησιαστικής μελέτης και θεολογικής εμβάθυνσης, σχεδόν καμμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία πλην της Ελλαδικής δεν έχει συστηματικά ασχοληθεί ως τώρα. Και θα ήταν δίκαιο νομίζω να αναφερθεί ότι και η σύλληψη της ιδέας και η αξιολόγηση της βαρύτητος του εγχειρήματος και η πρωτοπορία στη μελέτη των βιοηθικών θεμάτων και τελικά η πρωτοβουλία συστάσεως Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας, αλλά και το αδιάπτωτο ενδιαφέρον για την εξαγωγή κάποιων πρακτικών συμπερασμάτων ανήκουν κατ’ αποκλειστικότητα στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο.
Κατόπιν τούτων, αυτή τη στιγμή, ευθύνη μας ως Ιεραρχία είναι να συμβάλουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας στην όλη αυτή διορθόδοξη προσπάθεια να ακουσθεί συνοδικώς δόκιμος εκκλησιαστικός λόγος, στη βάση των αιωνίων αρχών της Ορθόδοξης θεολογίας και ανθρωπολογίας, με τη συναίσθηση ότι τα θέματα είναι πολύ λεπτά και οι δυνατότητές μας συνήθως περιορισμένες.
Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ
Βασικό θέμα για την προσέγγιση των βιοηθικών θεμάτων στο επίπεδο της αρχής της ζωής είναι η κατανόηση της φύσεως του εμβρύου και στην προεμφυτευτική φάση και μετά την εμφύτευση, στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής του.
Για τα invitroέμβρυα, κάποιοι υποστηρίζουν πως στην ουσία είναι προέμβρυα, δηλαδή ένα άθροισμα κυττάρων με ασαφή προοπτική, δίχως ταυτότητα. Άλλοι τόλμησαν να τα αποκαλέσουν απαξιωτικά «γεννητικό υλικό» που θα μπορούσαμε να το χειρισθούμε ως απλή βιολογική ύλη. Για τα μετεμφυτευτικά έμβρυα υπάρχουν διάφορες απόψεις. Κάποιοι τα θεωρούν ως απλό ιστό, προέκταση του μητρικού σώματος η ως έναν τύπο προ-ανθρώπου η κάτι ανάλογο. Τέτοιες απόψεις εύκολα δικαιολογούν την καταστροφή του εμβρύου προεμφυτευτικά η τη διακοπή της κυήσεως μετεμφυτευτικά.
Επίσης, ο όρος «θεραπεία» που συχνά χρησιμοποιείται ταυτίζεται με τον τερματισμό της ζωής των παθολογικών εμβρύων, προκειμένου να εξαλειφθεί μία πάθηση, όπως π.χ. η μεσογειακή αναιμία. Με άλλα λόγια σημαίνει εξάλειψη της ασθένειας με στέρηση του δικαιώματος της ζωής στα έμβρυα, όχι απαλλαγή των ασθενών από τη νόσο. Αυτό είναι ένας καινοφανής ορισμός της θεραπείας που καίρια τραυματίζει την βασική έννοια του όρου. Με τον τρόπο αυτόν, ενώ στην Κύπρο εγεννώντο περίπου 60-70 άτομα τον χρόνο με μεσογειακή αναιμία[5], με την επικράτηση του προεμφυτευτικού και του προγεννητικού ελέγχου, ο αριθμός αυτός έχει περιορισθεί στο 1-3 ετησίως[6]. Αυτό όμως, ενώ εμφανίζεται ως επιτυχία, αφού απαλλάσσει την κοινωνία από μία επώδυνη και βασανιστική ασθένεια, την ίδια στιγμή συνεπάγεται και την θανάτωση εμβρύων σε κάποια φάση της εξέλιξής τους. Έτσι, αυτό που παρουσιάζεται ως φιλάνθρωπο αποτέλεσμα, ταυτόχρονα υποκρύπτει μια βάναυση και ασεβή στάση απέναντι στο ιερό δώρο της ανθρώπινης ζωής.
Μια τέτοια λογική οδήγησε την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής να διατυπώσει ως επίσημη Γνώμη ότι«η αποδοχή της γέννησης παιδιών με σοβαρές βλάβες στην υγεία τους… κατά κανόνα ελέγχεται ηθικά», μάλιστα δε «αν αυτή βασίζεται σε συγκεκριμένες μεταφυσικές αντιλήψεις (και όχι σε απλό εγωισμό) του μελλοντικού γονέα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι παραγνωρίζει ανεπίτρεπτα την ποιότητα της μελλοντικής ζωής ενός νέου ανθρώπου». Αυτό σημαίνει ότι κατά την Επιτροπή Βιοηθικής σε τέτοιες περιπτώσεις η άμβλωση είναι ηθικά επιβεβλημένη και η άρνησή της ηθικά προβληματική.
Στην παρούσα ομιλία, αποφεύγοντας κάθε σχετική επιχειρηματολογία, θα περιορισθούμε μόνο να πούμε ότι ως Εκκλησία επιμένουμε στην «εξ άκρας συλλήψεως» αρχή του ανθρώπου, βασιζόμενοι και στα βιολογικά δεδομένα και σε σαφείς μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Θεολογικό επιχείρημα υπέρ αυτής αποτελεί η ψυχοσωματικότητά του. Από την στιγμή που αρχίζει να οικοδομείται το σώμα, συνυπάρχει η ψυχή. Υπό την έννοια αυτήν, το έμβρυο είναιάνθρωπος όχι εν δυνάμει αλλά εν εξελίξει. Εν δυνάμει άνθρωπος σημαίνει όχι άνθρωπος. Το ζεύγος ενός ωαρίου με ένα σπερματοζωάριο προ της γονιμοποίησης είναι δυνάμει άνθρωπος. Μετά τη γονιμοποίηση είναι εν εξελίξει άνθρωπος[7]. Το έμβρυο είναι τέλειος άνθρωπος κατά τη φύση[8], αν και ατελής και διαρκώς τελειούμενος κατά τη φαινοτυπική έκφραση και την οργάνωση[9].
Εν συνόψει, τα έμβρυα τα σεβόμαστε από τη στιγμή της πρώτης υποψίας ότι κατέχουν την ανθρώπινη φύση, όχι μόνο γιατί είναι κάτι μεγάλο που επακριβώς γνωρίζουμε, αλλά κυρίως γιατί κρύβουν ένα μυστήριο που πάντα θα αγνοούμε. Ο σεβασμός σε αυτό που αγνοούμε φωτίζει περισσότερο από το θράσος που γεννιέται από αυτό που μισογνωρίζουμε. Από αυτή τη θέση ξεκινάει η βιοηθική προσέγγισή μας.
ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
Α. Προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος
Στις περιπτώσεις που έχει προηγηθεί εξωσωματική γονιμοποίηση υπάρχει η δυνατότητα, πριν από την εμβρυομεταφορά στη μήτρα της μητέρας, να προβούμε σε γενετικό έλεγχο του εμβρύου. Αυτό γίνεται είτε με την Προεμφυτευτική Γενετική Διάγνωση (Prenatal Genetic Diagnosis, PGD) είτε με τον Προεμφυτευτικό Γενετικό Έλεγχο (Prenatal Genetic Screening, PGS). Αυτό εξυπονοεί ότι έχουμε το έμβρυο έξω από τη μήτρα της μητέρας, επάνω στο δοκιμαστικό τριβλίο, την τρίτη ημέρα μετά την ωοληψία, οπότε και γίνεται λήψη βλαστομεριδίων προς εξέταση, χωρίς το έμβρυο να καταστραφεί[10].
Σκοπός των προεμφυτευτικών διαγνωστικών μεθόδων είναι η έγκαιρη διάγνωση κληρονομικών νοσημάτων και συνεπώς η αποφυγή των προγεννητικών ελέγχων[11]. Στην ουσία, με τον τρόπο αυτόν, το ενδεχόμενο της διακοπής της κυήσεως, με την συναφή ψυχολογική φθορά που προκαλεί, αντικαθίσταται από την καταστροφή του εμβρύου προεμφυτευτικά.
Εκτός τούτων, επειδή ενδεχομένως η παρουσία χρωμοσωμικών ανωμαλιών αυξάνει την πιθανότητα ανεπιτυχούς εμφυτεύσεως[12], ο προεμφυτευτικός έλεγχος θα μπορούσε να αυξήσει τα ποσοστά επιτυχίας της εγκυμοσύνης. Στην άποψη βέβαια αυτήν υπάρχει και ερευνητικός αντίλογος[13].
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προεμφυτευτική διάγνωση είναι άμεσα συνδεδεμένη με το σοβαρό δίλημμα της καταστροφής η μη της ανθρώπινης ζωής στην πρωτόγονη εμβρυική της φάση. Τούτο διότι, στην περίπτωση που δεν είναι ικανοποιητική η ποιότητα η η βιωσιμότητα των εμβρύων, αυτά δύνανται να καταστραφούν η να αποδοθούν στην πειραματική έρευνα. Επιπλέον, επειδή για λόγους ασφαλείας η ισχύουσα πρακτική θέλει να γονιμοποιούνται περισσότερα ωάρια από όσα χρειάζονται, αυτό έχει ως άμεση συνέπεια τη δυνατότητα επιλογής των καλυτέρων και τη δημιουργία πλεοναζόντων εμβρύων δηλαδή κατ’ ουσίαν ανεπιθυμήτων εμβρύων.
Αυτό η κοσμική αντίληψη το θεωρεί ηθικώς όχι μόνον αποδεκτό, αλλά και καλό. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου λιγότερο από μία ευγονική αντίληψη. Διαλέγουμε τα καλύτερα και κατά συνέπεια καταστρέφουμε τα χειρότερα.
Β. Προγεννητικός έλεγχος
Όταν λέμε προγεννητικός έλεγχος, εννοούμε τη δυνατότητα που μας παρέχει η σύγχρονη επιστημονική γνώση και τεχνολογία να διαγνώσουμε την κατάσταση του εμβρύου στις διάφορες φάσεις της ενδομήτριας ανάπτυξής του. Με τον τρόπο αυτόν, μπορούμε να ανιχνεύσουμε ανατομικές παθήσεις, όπως μυοσκελετικές δυσπλασίες, δυσπλασίες του ουροποιητικού η της καρδιάς, λαγόχειλο, κ.λπ., αλλά και γενετικές (χρωμοσωμικές, σύνδρομο Down) ανωμαλίες. Με δεδομένο ότι μόνο σε ελάχιστες, δυστυχώς, περιπτώσεις μπορούμε να επέμβουμε θεραπευτικά, το ζευγάρι συχνά βρίσκεται ενώπιον του μεγάλου διλήμματος η να συνεχίσουν την κυοφορία ενός παθολογικού εμβρύου η να προβούν σε διακοπή της κυήσεως.
Η επιθυμία για υγιές παιδί που είναι τόσο φυσική, σε συνάρτηση με τη δυνατότητα πρόωρης η για κάποιους «έγκαιρης» γνώσης, που έχει λάβει χαρακτήρα επιβεβλημένης πρακτικής, δημιουργεί νέα δεδομένα ψυχολογικής, πρακτικής και ηθικής θεώρησης των περιγεννητικών δυνατοτήτων.
Οι εξετάσεις του προγεννητικού ελέγχου είναι δύο ειδών, ανιχνευτικές και διαγνωστικές. Οι πρώτες εφαρμόζονται κατά τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης και είναι υπερηχογραφικές και αιματολογικές και οδηγούν όχι σε βέβαια αλλά μόνον σε ενδεικτικά αποτελέσματα. Τέτοιες είναι:
1) ο έλεγχος της αυχενικής διαφάνειας
2) ο αιματολογικός έλεγχος aFP (έλεγχος α – φετοπρωτεΐνης) και
3) ο τριπλός (βιοχημικός) έλεγχος
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν εξετάσεις που εφαρμόζονται σε ύστερες φάσεις της κυήσεως και είναι επεμβατικές, δηλαδή περιλαμβάνουν λήψη δείγματος από τον πλακούντα η το αμνιακό υγρό της μήτρας της εγκυμονούσης και στη συνέχεια καλλιέργεια (2 έως 3 εβδομάδων), ώστε να καταστεί δυνατή η χαρτογράφηση των γονιδίων και η απεικόνιση των χρωμοσωμάτων. Οι εξετάσεις αυτές καταλήγουν σε θετικό συμπέρασμα ως προς τη διάγνωση της γενετικής διαταραχής, αλλά είναι σχετικά περιορισμένου φάσματος παθήσεων, ενέχουν δε και μικρή πιθανότητα πρόκλησης τραυματισμού του εμβρύου, μόλυνσης της μήτρας, αιμορραγίας μέχρι και αποβολής. Τέτοιες εξετάσεις είναι:
1) η λήψη χοριακών λαχνών η έλεγχος τροφοβλάστης (CVS)
2) η αμνιοκέντηση και
3) η ομφαλοδιοπαρακέντηση
Ο υπερηχογραφικός έλεγχος χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό εμφανών σωματικών διαμαρτιών (π.χ. καρδιακών, νεφρικών), ενώ οι διαγνωστικές μέθοδοι μπορούν να οδηγήσουν σε διάγνωση γενετικών παθήσεων (π.χ. μεσογειακής αναιμίας, κυστικής ίνωσης) η χρωμοσωμικών ανωμαλιών (συνδρόμου Down) η ακόμη και μη παθολογικών φαινοτυπικών χαρακτηριστικών, όπως το φύλο του εμβρύου. Οι μέθοδοι αυτές χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για γυναίκες που κυοφορούσαν στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής τους, οπότε και στατιστικά υπήρχε υψηλότερη πιθανότητα παθολογικού ευρήματος. Σήμερα σχεδόν όλες οι γυναίκες, ακόμη και οι νεώτερες, στην ουσία, λόγω ψυχολογικών πιέσεων, υποχρεωτικά εκτίθενται σε όλους αυτούς τους ελέγχους.
Το δίλημμα όμως με το οποίο οι σύζυγοι έρχονται αντιμέτωποι, όταν εντοπισθεί κάποια μη θεραπεύσιμη κληρονομική ανωμαλία, είναι η συνέχιση της εγκυμοσύνης με συνοδό την τυραννία της γνώσης του προβλήματος η άμβλωση με όλα τα ψυχολογικά και ηθικά προβλήματα που αυτή συνεπάγεται.
Σε όλα αυτά υπάρχει ένας ισχυρός αντίλογος που στηρίζεται σε διάφορα δεδομένα. Το πρώτο είναι ο πιθανολογικός χαρακτήρας των ανιχνευτικών εξετάσεων. Η σημερινή διαγνωστική ιατρική χρησιμοποιεί ευρύτατα στατιστικά δεδομένα, την βαθύτερη σημασία των οποίων αγνοεί ο μέσος γονέας. Έτσι επί παραδείγματι, για την περίπτωση του συνδρόμου Down σε σχέση με την ηλικία της μητέρας, τα στατιστικά δεδομένα έχουν ως εξής[14]:
για τις γυναίκες κάτω των 21 ετών        1:1500 η 0.06%
για τις γυναίκες των 25 ετών        1:1400 η 0.07%
για τις γυναίκες των 30 ετών        1:800 η 0.12%
για τις γυναίκες των 35 ετών        1:380 η 0.26%
για τις γυναίκες των 40 ετών        1:100 η 1%
για τις γυναίκες των 45 ετών        1:30 η 3.3%
Αυτό σημαίνει ότι μία γυναίκα ηλικίας 45 ετών, η οποία θεωρείται υψηλού κινδύνου, έχει πιθανότητα περίπου 97% να γεννήσει υγιές παιδάκι και μόλις 3% να γεννήσει παθολογικό. Η ψυχολογία όμως που έχει δημιουργηθεί υπερτονίζει το αρνητικό 3% και υπερβολικά μειώνει το 97% της θετικής προοπτικής.
Ανάλογα αποσιωπώνται οι κίνδυνοι πρόκλησης δυσμενών επιπλοκών από τη χρήση επεμβατικών εξετάσεων. Έτσι, η πιθανότητα να προκληθεί πρόβλημα στη μητέρα η και να καταστραφεί ένα υγιές έμβρυο δεν είναι ευκαταφρόνητη. Για παράδειγμα, κατά τη λήψη χοριακών λαχνών (CVS), ο κίνδυνος προκλητής αποβολής του εμβρύου κατά την εφαρμογή της διαδικασίας είναι 2% έως 3%, ενώ κατά την αμνιοκέντηση από 0.5% μέχρι 1%, ποσοστά συγκρίσιμα με τα πλέον δυσμενή ποσοστά πιθανότητος ανιχνεύσεως χρωμοσωμικών ανωμαλιών στην περιοχή των θεωρουμένων επικινδύνων ηλικιών. Προφανώς, όταν απαιτούνται επαναληπτικές εξετάσεις η στην περίπτωση που ο γιατρός δεν διαθέτει επαρκή εμπειρία, ο κίνδυνος αυξάνει.
Επίσης, οι απεικονιστικοί η αιματολογικοί έλεγχοι προκαλούν ψυχολογική φόρτιση δυσανάλογα μεγάλη με την ενδεικτική βαρύτητά τους, με αποτέλεσμα πολλοί γονείς, αντί να περιμένουν την ώρα των παρεμβατικών ελέγχων, στηριζόμενοι στο ενδεχόμενο και μόνον του παθολογικού εμβρύου, να προβαίνουν σε εσπευσμένη διακοπή κυήσεως, ενδεχομένως υγιούς εμβρύου.
Επιπλέον, οι παθήσεις που διαγιγνώσκονται ποικίλλουν σε βαθμό σοβαρότητος. Αποτέλεσμα αυτού είναι να υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών με τρισωμία 21 (σύνδρομο Down), τα οποία μπορούν να παρακολουθήσουν το σχολείο και να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή. Ανάλογα και με τη μεσογειακή αναιμία, σε αρκετές περιπτώσεις, παρά τις ταλαιπωρίες των μεταγγίσεων και των συναφών προβλημάτων, τα άτομα ζουν αποδεκτά η και ικανοποιητικά, όπως εξ άλλου και τα ίδια ομολογούν. Ήδη οι κοπέλλες μπορούν πλέον και να τεκνοποιήσουν.
Έτσι, λοιπόν, το ενδεχόμενο κάποιοι γονείς, προκειμένου να πληροφορηθούν για τη γενετική κατάσταση του κυοφορούμενου παιδιού τους πρόωρα, τελικά να προβούν βεβιασμένα στη διακοπή κυήσεως ενός δυνητικά υγιούς παιδιού είναι πλέον η ορατό.
Εκεί που το πρόβλημα γίνεται ιδιαίτερα δύσκολο στην αντιμετώπιση και διαχείρισή του είναι όταν ο προγεννητικός έλεγχος διαγνώσει έμβρυο με εξαιρετικά βασανιστική προοπτική στην περίπτωση της επιβίωσής του η με σοβαρό φυλοσύνδετο νόσημα. Έτσι επί παραδείγματι αν το έμβρυο διαγνωσθεί με εκστροφή κύστεως, επισπαδία η υποσπαδία, ατρυσία πρωκτού, μερικό η καθολικό ακρωτηριασμό, η με γενετική προδιάθεση για κυστική ίνωση, νόσο του Huntington, δυστροφία Duchénne, ασθένειες παραμορφωτικές με εκτεταμένες αναπηρίες και ανεπάρκειες πολύ δυσμενείς για το μέλλον του παιδιού, το δίλημμα είναι εξαιρετικά πιεστικό. Είναι ηθικό ένα τέτοιο έμβρυο να του επιτρέψουμε να γεννηθεί, όταν εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι θα βασανισθεί χωρίς κάποια ελπίδα θεραπευτικής η ανακουφιστικής προοπτικής; Από την άλλη θα μπορούσε να είναι ηθικά ανεκτό να διακόψουμε εμείς μια ζωή, η αρχή της οποίας ξεπερνά τις δικές μας ευθύνες; Στην περίπτωση αυτήν, η βάση του προβλήματος έχει περισσότερο χαρακτηριστικά ευθανασιακής παρά ευγονικής αντίληψης. Ίσως το πιο ενδεδειγμένο να ήταν η παντελής αποφυγή κάθε προγεννητικού ελέγχου.
Το πρόβλημα είναι ακόμη πιο περίπλοκο, αν λάβει κανείς υπόψη του την εντελώς αντίθετη κοσμική βιοηθική αντίληψη. Έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί υπόλογος έναντι της δικαιοσύνης ένας γιατρός που δεν ενημέρωσε τους γονείς, ώστε να αποφασίσουν αν θέλουν να διακόψουν την κύηση του αγέννητου παιδιού τους. Υπάρχει δικαστική απόφαση σύμφωνα με την οποία το ανάπηρο παιδί έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή κατά των γονέων του, διότι δεν προχώρησαν στην άμβλωση, ενώ είχαν υπ’ όψιν τους την δυσμενή πρόγνωση. Βέβαια, κατά την έφεση η απόφαση απορρίφθηκε[15]. Καλλιεργείται όμως μία αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ηθικά θα μπορούσε το παιδί να έχει δικαίωμα καταλογισμού ευθύνης στους γονείς του, οι οποίοι δεν πρόεβησαν στην άμβλωση, με αποτέλεσμα αυτό να βασανίζεται[16]. Στο υπόβαθρο μιας τέτοιας ηθικής κρύβεται μία αρνητική διάθεση των γονέων να φροντίσουν και να αγαπήσουν ένα παιδί με σοβαρές αναπηρίες.
Μια τέτοια όμως αντίληψη είναι εντελώς ξένη προς την χριστιανική θεώρηση της ζωής και του ανθρώπου. Ένα παράλυτος άνθρωπος μπορεί να ζει με την προοπτική της αιώνιας ζωής, να μεταλαμβάνει των μυστηρίων, να μυείται δια της υπομονής στο μυστήριο της χάριτος του Θεού, να περιβάλλεται από την αγάπη των συγγενών και φίλων, να αγιάζει και να αγιάζεται μέσα από τον πόνο και την αγάπη, πράγματα τόσο άγνωστα στην κοσμική αντίληψη και τόσο οικεία στη λογική της Εκκλησίας.
Τελικώς, τα ηθικά και συνειδησιακά διλήμματα που συνήθως συνοδεύουν τέτοιες αποφάσεις είναι και πολλά και βαθιά και σοβαρά. Γι’ αυτό, παράλληλα με τη γενετική συμβουλευτική, είναι απαραίτητο να υπάρχει και ανάλογη πνευματική συμβουλευτική από ανθρώπους της Εκκλησίας, οι οποίοι και την ιατρική διάσταση του θέματος κατέχουν και την πνευματική κατανοούν[17].
Γ. Αναπαραγωγικές Τεχνολογίες
Ομόλογη τεχνητή αναπαραγωγή
Το πλέον σύνηθες και ίσως και πιο απλό ερώτημα αναφέρεται στην περίπτωση της γονιμοποίησης, η οποία τελείται εντός νομίμου εκκλησιαστικού γάμου, με σπέρμα και ωάριο των συζύγων (ονομάζεται ομόλογη γιατί δεν παρεμβάλλεται τρίτο πρόσωπο) αλλά με τεχνητό τρόπο λόγω φυσικής ανεπαρκείας των συζύγων, είτε με σπερματέγχυση είτε με κάποια μορφή τεχνητής γονιμοποίησης εκτός του σώματος. Το πιθανό πρόβλημα στην περίπτωση αυτήν δεν είναι ηθικό, αλλά είναι ότι η σύλληψη γίνεται μηχανικά, δίχως τη φυσική ένωση των συζύγων. Και ναι μεν υπηρετεί τον ιερό σκοπό της δημιουργίας απογόνων, αλλά τελικώς η αρχή του νέου ανθρώπου επιτελείται μέσα από μία ψυχρή τεχνητή διαδικασία, στερημένη ιερότητος, κατά την οποία οι γονείς ούτε ενωμένοι είναι ούτε έστω μαζί ούτε καν παρόντες. Η αίσθηση του μυστηρίου της ανθρώπινης ζωής αρκετά αποδυναμώνεται.
Το θέμα δεν είναι δευτερεύον και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε ποιμαντικά να παρακαμφθεί, θα μπορούσε όμως να αντιμετωπισθεί με μία προσέγγιση καλλιέργειας της εμπιστοσύνης στο θέλημα του Θεού και της ιερότητος της ζωής, η έστω με εφαρμογή της κατά Θεόν οικονομίας και παράλληλη υποβοήθηση των συζύγων στο ταπεινό φρονημα ότι οικονομούνται.
Ετερόλογη τεχνητή αναπαραγωγή
Η γονιμοποίηση ονομάζεται ετερόλογη όταν γίνεται με σπέρμα δότη η ωάριο δότριας. Το αποτέλεσμα είναι το παιδί που θα γεννηθεί να είναι γενετικά συγγενές με τον ένα εκ των γονέων και να έχει κληρονομικά χαρακτηριστικά μόνο από αυτόν. Ο δεύτερος γονέας, συνήθως ο πατέρας, έχει πλέον θέση θετού πατέρα, αν και ο νόμος τον αναγνωρίζει ως φυσικό. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση των γονέων έναντι του παιδιού δεν είναι ισότιμη. Το πρόβλημα που προκύπτει δεν είναι πρόβλημα σχέσης γονέος παιδιού, αλλά αντανακλά στη σχέση των δύο γονέων μεταξύ τους, καθώς ενίοτε προκαλεί ροπές αναμεταξύ τους. Τα νομικά και κοινωνικά προβλήματα που συχνά απορρέουν εξ αυτού και οι συναφείς περιπλοκές αποτελούν ισχυρό λόγο που εμείς δεν θα μπορούσαμε να συστήσουμε κάτι τέτοιο.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ετερόλογη γονιμοποίηση είναι πράξη μοιχείας. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτα σωστό, διότι η μοιχεία δεν έχει να κάνει με το αναπαραγωγικό αποτέλεσμα, που ούτως η άλλως συνήθως δεν υπάρχει, αλλά με την καλλιέργεια και έκφραση ερωτικού δεσμού δύο ανθρώπων συνεζευγμένων η έστω αμοιβαίως δεσμευμένων με τρίτους.
Υπάρχει βέβαια το πρόβλημα ότι παρεμβαίνει κάποιος τρίτος γενετικά, αλλά αυτό δεν φαίνεται να έχει εκ πρώτης όψεως κάποιο ηθικό πρόβλημα, δεδομένου μάλιστα ότι ο δότης δια νόμου είναι άγνωστος. Συνεπώς δεν παρεμβαίνει στη σχέση των συζύγων ο δότης ως πρόσωπο, αλλά ενδεχομένως την διαταράσσει η διαδικασία του δανεισμού καθ’ εαυτήν.
Η σχέση μοιάζει με την περίπτωση που ένας άνδρας συνάπτει γάμο με μία γυναίκα μητέρα τέκνου από άλλον άνδρα, ο οποίος είτε έχει πεθάνει είτε έχει διαζευχθεί από αυτήν. Έτσι υπάρχει μεν σχέση γάμου, αλλά όχι ισοτιμίας έναντι του παιδιού.
Στην περίπτωση δανεισμού εμβρύου, η σχέση ισοτιμίας των συζύγων έναντι του παιδιού διασφαλίζεται, ομοιάζει δε με υιοθεσία, η οποία επιπλέον περιλαμβάνει και την κυοφορία. Παρά ταύτα και αυτή ενέχει τον κίνδυνο να περιπέσουν οι γονείς σε κρίση αποφάσεων σε ειδικές περιπτώσεις, όπως επί παραδείγματι αδιαγνώστων κληρονομικών προβλημάτων, τέκνου μη γενετικά δικού τους.
Μεταθανάτια γονιμοποίηση με σπέρμα αποθανόντος συζύγου
Και η περίπτωση αυτή δεν φαίνεται να εμφανίζει κάποιο ηθικό πρόβλημα ως προς την καταστροφή εμβρύων η τη διασάλευση της σχέσης του ζεύγους. Ομοιάζει με την περίπτωση που ο σύζυγος πεθαίνει κατά τη διάρκεια της κυήσεως και το παιδί γεννιέται πλέον ορφανό.
Παρά ταύτα, εκτός του ότι θα προϋπέθετε την εκ προτέρων σύμφωνη γνώμη του συζύγου, είναι ηθικά προβληματική πράξη, δεδομένου ότι σημαίνει γέννηση παιδιού εκ των προτέρων ορφανού.
Θέματα κληρονομικού δικαίου και άλλα νομικά θα έπρεπε οπωσδήποτε να ρυθμισθούν προς αποφυγήν μελλοντικών προβλημάτων, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι πάντοτε δυνατόν να προβλέψει ανεπιθύμητες εξελίξεις.
[Συνεχίζεται] 
1. Ομιλία στην Τακτική Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 9 Οκτωβρίου 2014.
2.  Προτάθηκε από τον VanRensselaer Potter το 1971.
3.  Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου: Τα όρια στη διαλεκτική Επιστήμης και Θρησκείας, Ομιλία στη συνάντηση «Μεσσηνιακές Ιατρικές Ημέρες», Καλαμάτα, 31.5.2013.
4.  Βιοηθική και Βιοθεολογία, Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου, 2005, σσ. 123-141, 298-318.
 5. Τη δεκαετία του ‘70, τα στατιστικά στοιχεία έδειχναν ότι η συχνότητα της β-θαλασσαιμίας στην Κύπρο ήταν 15%, ενώ η συχνότητα της α-θαλασσαιμίας ανερχόταν στο 12.4%. «Ήταν φανερό πως αν η αρρώστια αυτή παρέμενε χωρίς έλεγχο, η προσθήκη 60-70 νέων περιστατικών κάθε χρόνο θα ανέβαζε το τίμημα της θεραπείας και τις αναγκαίες ποσότητες αίματος για μεταγγίσεις σε τέτοια επίπεδα που οι Τράπεζες Αίματος και οι οικονομικοί πόροι του κράτους θα αδυνατούσαν να ανταποκριθούν» (Μηνά Χατζημηνά, Κύπρος και θαλασσαιμία, 2005).
6.  Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ, Μεταμόσχευση σε θαλασσαιμικούς, 7 Νοε 2006.
7.  Το έμβρυο δεν είναι «δυνάμει άνθρωπος», όπως υποστηρίζουν κάποιοι· είναι άνθρωπος. Όπως ο Κύριος ως έμβρυο δεν ήταν «δυνάμει θεάνθρωπος», αλλά «ο Κύριος» της Ελισάβετ (Λουκ. α  43) και ως βρέφος, «Χριστός Κυρίου» (Λουκ. β  12), «Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. θ  6), ο Θεάνθρωπος Κύριος.
8.  «Επειδή τοίνυν ένθερμόν τε και ενεργόν θεωρούμεν τούτο, περί ου τον λόγον ποιούμεθα (του εμβρύου), το μηδέ άψυχον είναι δια τούτων συντεκμαιρόμεθα. Αλλ  ὥσπερ κατά το σωματικόν αυτού μέρος ου σάρκα φαμέν αυτό και οστέα και τρίχας και όσα περί το ανθρώπινον καθοράται, αλλά τη δυνάμει μεν τούτων έκαστον είναι, ούπω δε κατά το ορώμενον φαίνεσθαι· ούτω και επί του ψυχικού μέρους ούπω μεν το λογικόν και επιθυμητικόν και θυμοειδές και όσα περί ψυχήν καθοράται και εν εκείνω χώραν έχειν φαμέν, αναλόγως δε της του σώματος κατασκευής τε και τελειώσεως και τας της ψυχής ενεργείας τω υποκειμένω συναύξεσθαι» (Γρηγορίου Νύσσης: «Περί κατασκευής του ανθρώπου», Κεφ. 29, Κατασκευή του μίαν και την αυτήν ψυχή τε και σώματι την αιτίαν της υπάρξεως είναι, ΕΠΕ 5, 208.) και: «το έμβρυο «αν και τότε δεν ήτον τέλειος άνθρωπος, έμελλεν όμως αναγκαίως κατά την απαραίτητον ακολουθίαν των νόμων της φύσεως να τελειωθή» (Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου Αγιορείτου: Πηδάλιον, Αθήναι, 1841, σ. 351, σχόλιον εις τον 2ον Κανόνα του Μεγ. Βασιλείου).
 9. Αρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου: Ελεύθεροι από το γονιδίωμα, Αθήνα, 2002, σ. 180.
10.http://www.gynecology.gr/FAQ3.htm
11. Η Προεμφυτευτική Διάγνωση στηρίζεται στην τεχνική της λεγόμενης «αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης», προκειμένου να εντοπισθούν μονογονιδιακές κληρονομικές παθήσεις, όπως η κυστική ίνωση και η μεσογειακή αναιμία. Ο Προεμφυτετικός Έλεγχος χρησιμοποιεί την «in situ υβριδοποίηση με φθορισμό», ώστε να γίνει διάγνωση ανευπλοειδιών, δηλαδή ανωμαλιών στον αριθμό των χρωμοσωμάτων (έλεγχος φύλου και τρισωμιών 13, 18 και 21, Munne, S., Magli, C., Cohen, J. et al: Positive outcome after preimplantation diagnosis of aneuploidy. Hum. Reprod., 1999, 14, pp. 2191-2199) η χρωμοσωμικών μετατοπίσεων η φυλοσυνδέτων νοσημάτων (π.χ. μυϊκή δυστροφία Duchenne) η μονογονιδιακών νοσημάτων (π.χ. κυστική ίνωση) η Νωτιαίας μυϊκής ατροφίας κ.λπ. Τα πρώτα παιδιά, που γεννήθηκαν με προεμφυτευτική διάγνωση του φύλου τους ώστε να αποφεχθεί τυχόν μετάδοση φυλοσύνδετου νοσήματος, γεννήθηκαν στο Hammersmith το 1989, (Handyside, A.H., Penketh, R.J.A., Winston, R.M.L et al: Biopsy of preimplantation embryos and sexing by DNA amplification, Lancet, 1989, i, pp. 347-381).
12. Placot, M. and Manddelbaum, J.: Oocyte maturation, fertilization and embryonic growth in vitro. Br. Med. Bull., 1990, 46, pp. 675-694.
13. Mastenbroek, Seb. et al: In Vitro Fertilization with Preimplantation Genetic Screening, N Engl J Med 2007, 357:9.
14. Down’s Syndrome Association, Febr 1994.
15. Curlender v. Bio-Science Laboratories and Automated Laboratory Sciences, 165 C al. Rptr. 477(Ct. App. 2nd Dist. Div. 1, 1980).
16. Jeffrey Botkin, “The Legal Concept of Wrongful Life”, Journal of American Medical Association259 (March 11, 1899), Angela R. Holder, “Is existence ever an injury? The Wrongful Life Cases” στο S.F. Spicker et al. (eds) The Law-Medicine Relation: A philosophical exploration (Dordrecht: Reidel 1981.
17. Chatzinikolaou, Nikolaos: The ethics of assisted reproduction, Journal of Reproductive Immunology 85 (2010) 3–8.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου