ΙΙ. Η
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ (3,1-7,29)
1.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ (3,1-4,25)
Τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου
τοῦ Βαπτιστοῦ (3,1-12)
Προλογικό:
Ἡ περικοπή μας αὐτή
μιλάει γιά τήν προσωπικότητα τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Ἦταν ἀσκητής, ὅπως φαίνεται
ἀπό τόν τόπο διαμονῆς του (στίχ 1) καί τήν διατροφή του (στίχ. 4β). Ἦταν
προφήτης, γι᾽ αὐτό καί φοροῦσε ἐνδυμασία προφητῶν τῆς ΠΔ (στίχ. 4α) καί κήρυττε
κατά τήν γραμμή τους. Ἀλλά ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν ὁ μέγιστος τῶν προφητῶν,
γιατί κήρυττε ἄμεσα τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία (στίχ. 10-12)· γιά τήν ὑποδοχή δέ τοῦ
Μεσσία καί τήν συμμετοχή στήν Βασιλεία Του, ἀλλά καί γιά τήν ἀποφυγή τῆς
κρίσεως, πού θά ἔρθει μέ τόν ἐρχομό Του (στίχ. 2. 10-12), συνιστοῦσε ὁ Ἰωάννης ἰσχυρά
τήν μετάνοια (στίχ. 8).
Ὅπως ὅλο τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου ἦταν προδρομικό, ἦταν δηλαδή μία προετοιμασία γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ἔτσι καί τό βάπτισμά του ἦταν καί αὐτό προδρομικό, ἦταν μία προετοιμασία γιά τό βάπτισμα τοῦ ἐρχομένου Μεσσία, τό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας. Τό βάπτισμα αὐτό θά εἶναι βάπτισμα στό Ἅγιο Πνεῦμα, βάπτισμα σέ φωτιά, εἰς καθαρμό καί ἀναγέννηση, ἐνῶ τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν βάπτισμα σέ ἁπλό νερό (στίχ. 11-12) καί δέν παρεῖχε ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἀπέβλεπε μόνο στό νά δημιουργήσει τόν πόθο γιά μετάνοια πρός σωτηρία μέ τήν καλή ὑποδοχή τοῦ Μεσσία (στίχ. 11).
Ὅπως ὅλο τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου ἦταν προδρομικό, ἦταν δηλαδή μία προετοιμασία γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ἔτσι καί τό βάπτισμά του ἦταν καί αὐτό προδρομικό, ἦταν μία προετοιμασία γιά τό βάπτισμα τοῦ ἐρχομένου Μεσσία, τό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας. Τό βάπτισμα αὐτό θά εἶναι βάπτισμα στό Ἅγιο Πνεῦμα, βάπτισμα σέ φωτιά, εἰς καθαρμό καί ἀναγέννηση, ἐνῶ τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦταν βάπτισμα σέ ἁπλό νερό (στίχ. 11-12) καί δέν παρεῖχε ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἀπέβλεπε μόνο στό νά δημιουργήσει τόν πόθο γιά μετάνοια πρός σωτηρία μέ τήν καλή ὑποδοχή τοῦ Μεσσία (στίχ. 11).
Σχόλια:
3,1. Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις. Ἡ ἔκφραση αὐτή εἶναι
στερεότυπη καί εἰσάγει συνήθως, ὅπως ἐδῶ, ἕνα νέο ἐπεισόδιο χωρίς χρονολογική
σύνδεση μέ τά προηγούμενα. Εἶναι ἔκφραση μέ μεταβατική ἰσχύ (βλ. καί Ζιγαβηνοῦ
εἰς MPG 129,157). Ἡ διήγηση περί τῆς δημόσιας ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ εἰσάγεται,
ὅπως στόν Μάρκ. καί στόν Λουκ., μέ ἕνα τρίπτυχο: Κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου (3,1-12),
βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ (3,13-17), πειρασμός τοῦ Ἰησοῦ (4,1-11). – Ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας. Ὀρεινή καί ἔρημη
περιοχή, πού ἐκτείνεται μεταξύ τῆς κεντρικῆς ὀροσειρᾶς τῆς Παλαιστίνης (τῆς ὀροσειρᾶς
ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ μέχρι τήν Χεβρών) καί τῆς Ν. Θαλάσσης. 3,2. Μετανοεῖτε. Ἡ «μετάνοια»,
ὅπως τό λέγει ἡ λέξη, σημαίνει μία μεταβολή τοῦ νοός, τοῦ ὅλου δηλαδή ἀνθρώπου,
σημαίνει λύπη γιά τήν διαπραχθεῖσα ἁμαρτία καί ἀπόφαση γιά τήν ἀπάρνησή της.
Πραγματικά, ἄν ἡ μετάνοια εἶναι ἀληθής, αὐτή ἡ λύπη γιά τά πεπραγμένα
συνοδεύεται ἀπό μία μεταστροφή τῆς προτέρας ζωῆς καί ἀπό μία ἐπιστροφή πρός τόν
Θεό καί ἀπόφαση γιά μία νέα ζωή. Αὐτές οἱ δύο ὄψεις τῆς ἀληθινῆς μετανοίας, τῆς
ἀποστροφῆς πρός τήν ἁμαρτία καί τῆς ἐπιστροφῆς πρός τόν Θεό, ξεκινοῦν ἀπό τήν ἴδια
κίνηση τῆς ψυχῆς καί δέν διακρίνονται, γιατί ἡ μία προϋποθέτει τήν ἄλλη. Βλ.
σχόλ. εἰς Πράξ. 2,38 καί 3,19. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ ἀναγκαῖος ὅρος γιά νά λάβουμε
τήν σωτηρία, πού μᾶς ἔφερε ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ κλίση σέ μετάνοια, πού ἀκούστηκε
ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστή (βλ. ἀκόμη Πράξ. 13,24. 19,4), θά ἐπαναληφθεῖ ἀπό
τόν Ἰησοῦ Χριστό, (βλ. Ματθ. 4,17. Λουκ. 5,32. 13,3.5), ἀπό τούς μαθητές του ( βλ.
Μάρκ. 6,12. Λουκ. 24,47), καί ἀπό τόν Παῦλο (βλ. Πράξ. 20,21. 26,20). – Ἤγγικε γάρ. Γιά τήν καλή ἑρμηνεία τοῦ «γάρ» ὡς αἰτιολογικοῦ, πρέπει νά ἔχουμε ὑπ᾿
ὄψιν τούς λόγους τῶν προφητῶν τῆς Π.Δ. ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (ἡ Ἡμέρα τοῦ
Κυρίου) θά ἔρθει πρῶτα ὡς κρίση κατά τῶν ἀσεβῶν (βλ. ἰδιαιτέρως τόν προφήτη
Σοφονία). Ἔτσι, γιά νά ξεφύγουν οἱ Ἰουδαῖοι τήν κρίση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἐρχομό τοῦ
Μεσσία (αὐτή εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ), πρέπει νά μετανοήσουν. Περί αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας
βλ. παλαιό ἄρθρο μας εἰς περιοδικό «Σταυρός»
1969, σελ. 27. – Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Σύμφωνα μέ ἰουδαϊκή συνήθεια νά ἀποφεύγεται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ματθαῖος
χρησιμοποιεῖ μᾶλλον τήν φράση «βασιλεία τῶν
οὐρανῶν» καί ὄχι τήν φράση «βασιλεία
τοῦ Θεοῦ», τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ μόνο εἰς 12,28. 19,24. 21,31.43. Γιά τήν ἔκφραση
γενικά «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» βλ. σχόλιο
εἰς 4,17. 3,3. Ἡ ἀποστολή τοῦ Ἰωάννου
περιγράφεται καί στά τρία συνοπτικά Εὐαγγέλια μέ βάση τό κείμενο Ἠσ. 40,3,
παρατιθέμενο ἀπό τούς Ο΄ καί μάλιστα ἀρχικά ἀπό τόν Μᾶρκο. 3,4. Ὁ Ἰωάννης ἔχει τό κλασσικό ἔνδυμα τῶν προφητῶν (Ζαχ. 13,4) καί
ἰδιαίτερα τοῦ Ἠλία (βλ. Δ΄ Βασ. 1,8), ὁ ὁποῖος ἀνεμένετο νά ἐπιστρέψει πρό τῆς
«Ἡμέρας τοῦ Κυρίου» (Δ΄ Βασ. 2,1.11. Μαλαχ. 4,5-6). Σχετικά μέ τό ἔνδυμα τοῦ Ἰωάννου
«ἀπό τριχῶν καμήλου» βλ. Θεοφυλάκτου
εἰς MPG 123,173). – Ἀκρίδες.
Οἱ γνωστές ἀκρίδες τῆς Ἀνατολῆς, μία τροφή τῶν πτωχῶν, ἄν καί μερικοί νομίζουν ὅτι πρόκειται γιά βότανα. – Μέλι ἄγριον, τό «ὑπό τῶν ἀγρίων μελισσῶν γεωργούμενον, ἐν δένδροις εὑρισκόμενον καί
πέτραις» (Θεοφύλακτος, MPG 123,173). Βλ. Α΄ Βασ. 14,25.26. 3,6. Καί ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ... Ὁ
Ματθαῖος δέν χρησιμοποιεῖ τήν φράση τοῦ Μάρκου (1,4) «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», γιατί πιθανόν κατά τόν
καιρό τῆς συγγραφῆς τοῦ Εὐαγγελίου του αὐτή ἡ φράση νά φαινόταν ὅτι ἐσήμαινε
ταύτιση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Ἰωάννου μέ τό χριστιανικό βάπτισμα· ἀλλά βλ. 3,11. Ἡ
τελετή τῆς βαπτίσεως, σύμβολο τοῦ καθαρμοῦ καί τῆς ἀναγεννήσεως, ἦταν γνωστή ἀπό
τίς παλαιές θρησκεῖες καί ἀπό τόν ἰουδαϊσμό (βάπτισμα τῶν προσηλύτων καί τῶν Ἐσσαίων).
Παρά ταῦτα ὅμως τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, διακρίνεται ἀπό τά ἑξῆς τρία
χαρακτηριστικά: α) Προσφέρεται σέ ὅλους (γι᾿ αὐτό καί ὁ στίχ. μας λέγει «ἐβαπτίζοντο») καί ἀποσκοπεῖ σέ ἕνα
καθαρμό, ὄχι πιά τυπικό, ἀλλά ἠθικό (3,2.6.8.11. Λουκ. 3,10-14)· δέν ἐπαναλαμβάνεται
καί γι᾿ αὐτόν τόν λόγο παίρνει τήν μορφή μιᾶς μυήσεως· β) ἔχει μία ἐσχατολογική
ἀξία, γιατί εἰσάγει στήν ὁμάδα αὐτῶν πού ὁμολογοῦν μία ἔμπρακτη προσμονή τοῦ ἐγγίζοντος
Μεσσίου καί πού ἀποτελοῦν ἐκ τῶν προτέρων τήν κοινότητά Του (3,2.11. Ἰωάν.
1,19-34). γ) Ἡ ἀποτελεσματικότητα αὐτοῦ τοῦ βαπτίσματος εἶναι πραγματική ἀλλά ὄχι
μυστηριακή, ἀφοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, πού πρόκειται νά ἔρθει στό
πρόσωπο τοῦ Μεσσίου, τοῦ Ὁποίου τό πῦρ θά καθαρίσει ἤ θά καταφάγει, κατά τήν
καλή ἤ κακή διάθεση τῶν ἀνθρώπων, καί ὁ Ὁποῖος μόνο θά βαπτίσει «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (3,7. 10-12. Ἰωάν.
1,33 σχόλ.). Αὐτό τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου θά ἐξασκηθεῖ ἀκόμη καί ἀπό τούς
μαθητές τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. 4,1-2) μέχρι τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία αὐτό θά ἀφομοιωθεῖ
στήν νέα τελετή τήν θεσπισθεῖσα ἀπό τόν Ἰησοῦ (Ματθ. 28,19. Πράξ. 1,5 σχόλ.
Ρωμ. 6,4σχόλ.). 3,7. (α) Οἱ Φαρισαῖοι ἀποτελοῦσαν μία αἵρεση τῶν Ἰουδαίων,
ἦταν ζηλωτές στήν ἐφαρμογή τοῦ Νόμου, ἀλλά ἡ ὑπερβολική προσκόλλησή τους στήν
προφορική παράδοση τῶν διδασκάλων τους κατέληγε σέ μία ἠθικιστική διδασκαλία
γεμάτη ψέμα καί ἀπάτη. Ἡ ἐλευθερία τοῦ Ἰησοῦ ὡς πρός τόν Νόμο καί ἡ
συναναστροφή του μέ τούς ἁμαρτωλούς δέν ἦταν δυνατόν παρά νά προκαλέσει τήν ἀντίθεσή
τους· οἱ Εὐαγγελιστές, καί πρό παντός ὁ Ματθαῖος, παραθέτουν πολλές περικοπές ἀπό
τίς ἀντιθέσεις αὐτές· βλ. Ματθ. 9,11.12,2.14. 24. 15,1. 16,1.6. 19,3. 21,45.
22,15.34.41. κεφ. 23. Λουκ. 5,21. 6,7. 15,2. 16,14 ἑξ. 18,10 ἑξ. Ἰων. 7,32.
8,13. 9,13 ἑξ. 11,47 ἑξ. Ὁ Ἰησοῦς ἐν τούτοις εἶχε φιλικές σχέσεις μέ μερικούς ἀπό
αὐτούς, βλ. Λουκ. 7,36-50 σχόλ. Ἰωάν. 3,1 σχόλ., καί οἱ μαθητές βρῆκαν σ᾿ αὐτούς
συμμάχους κατά τῶν Σαδδουκαίων, βλ. Πράξ. 23,6-10. Δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε
τόν ζῆλο τους, βλ. Ρωμ. 10,2, καί μάλιστα τήν εὐθύτητά τους, Πράξ. 5, 34 ἑξ. Ἀκόμη
καί ὁ Παῦλος ἐκαυχᾶτο γιά τό παρελθόν του ὡς Φαρισαῖος, Πράξ. 23,6. 26,5.
Φιλιπ. 3,5. (β) Οἱ Σαδδουκαῖοι, ὡς ἀντίδραση
κατά τῶν Φαρισαίων, ἀπέρριπταν κάθε παράδοση ἐκτός ἀπό τόν γραπτό Νόμο, βλ.
Πράξ. 23,8 σχολ. Λιγώτερο εὐσεβεῖς ἀπό τούς Φαρισαίους καί ἔχοντας περισσότερο ἐνδιαφέρον
γιά τήν πολιτική προήρχοντο πρό παντός ἀπό μεγάλες ἱερατικές οἰκογένειες· καί αὐτοί
ἐπίσης ἦλθαν σέ σύγκρουση μέ τόν Ἰησοῦ (βλ. Ματθ. 16,1.6. 22,2) καί μέ τούς
μαθητές του (βλ. Πράξ. 4,1σχόλ. 5,17). – Γεννήματα
ἐχιδνῶν. «Ὥσπερ γάρ τά γεννήματα τῶν ἐχιδνῶν
ἀποκτείνουσι τάς ἑαυτῶν μητέρας, διαβιβρώσκοντα τάς τούτων γαστέρας ἐν τῷ
κυΐσκεσθαι· οὕτω δή καί οἱ Ἰουδαῖοι τούς πνευματικούς αὐτῶν πατέρας, τούς
προφήτας ἀπέκτεινον» (Ζιγαβηνός, MPG 129,164). – Ἀπό τῆς μελλούσης ὀργῆς. Πρόκειται γιά τήν ὀργή (Ἀριθμ. 11,1 σχόλ.)
τῆς Ἡμέρας τοῦ Γιαχβέ (Ἀμώς 5,18 σχόλ.), ἡ ὁποία θά ἐγκαινίαζε τήν μεσσιακή ἐποχή.
Τήν κρίση τοῦ Θεοῦ θά λέγαμε, βλ. Α΄ Θεσ. 1,10, τήν ἀντίδραση τοῦ ἁγίου Θεοῦ
κατά τῆς ἁμαρτίας (βλ. Ἠσ. 30,27-33). 3,11.
Τά ὑποδήματα βαστάσαι. Ὄχι νά βγάλει
ἤ νά βάλει τά ὑποδήματα κάποιου (πού ἦταν σημεῖο ξενίας ἤ εὐγενείας), ἀλλά νά
τά «βαστάσει», πού ἦταν ἔργο δούλου. – Καί
πυρί. Στό βάπτισμα τοῦ Μάρκ. μέ Ἅγιο Πνεῦμα ὁ Ματθ. καί ὁ Λουκ. (3,16)
προσθέτουν τό «καί πυρί». Ἡ φωτιά,
μέσον καθαρισμοῦ, ὀλιγώτερο ὑλικό, ἀλλά περισσότερο ἀποτελεσματικό ἀπό τό νερό,
συμβόλιζε, στήν Παλαιά Διαθήκη ἤδη (βλ. Ἠσ. 1,25. Ζαχ. 13,9. Μαλ. 3,2-3. Σοφ.
Σειρ. 2,5 κ.ἄ.), τήν ἀνώτατη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Πνεύματός Του, πού
καθαρίζει τίς συνειδήσεις. Βλ. Α´ Πέτρ. 1,7. Θά νοήσουμε λοιπόν ἐδῶ τήν φράση ὡς
σημαίνουσα: «Αὐτός πού θά σᾶς βαπτίζει μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού καθαρίζει σάν τήν
φωτιά». Ἔτσι ὁ σύνδεσμος «καί» εἶναι ἐξηγηματικός. Κατά τόν Ζιγαβηνό ὁ
Πρόδρομος ἐννοεῖ τό χριστιανικό βάπτισμα (βλ. MPG 129,168).
Ὅμως ἄλλοι, ἐπειδή τό «πῦρ» τοῦ στίχ. μας δέν πρέπει νά ἀλλάζει τήν ἔννοια τοῦ
στίχ. 12, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ γιά τιμωρία, ἑρμηνεύουν ὅτι ὑπό τό «πῦρ» πρέπει νά
νοήσουμε τήν «ὀργή» τοῦ στίχ. 7, τοῦ ἁγίου Θεοῦ μή ἀνεχομένου τήν ἁμαρτία (βλ.
σχετικό σχόλ. τοῦ στίχ. 7). 3,12. Τό
πτύον... «Ἐκ τούτων παριστᾷ ὅτι καί
κριτής ἐστιν οὗτος τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ζιγαβηνός, Μ. 129,163). Τό
φτιάρι, πού ξεχωρίζει τό σιτάρι ἀπό τό ἄχυρο, καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή
Διαθήκη, γίνεται εἰκόνα πού ὑποδηλώνει τήν θεία κρίση, ἡ ὁποία διαχωρίζει τούς
καλούς ἀπό τούς κακούς (Ἰωήλ 4,12-13. Ἠσ. 27,12-13. Ἀπ. 14,14-16). – Πυρί ἀσβέστῳ. Ἡ φωτιά τῆς γεέννης (18,9
σχόλ.), πού κατέτρωγε αὐτό πού δέν εἶχε καθαρισθεῖ, βλ. Ἠσ. 66,24. Ἰουδ. 16,17.
Σοφ. Σειρ. 7,17. Σοφ. 1,18. Ψαλμ. 20,10 κ.ἄ.
Βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ
(3,13-17)
Προλογικό:
Ὁ Ἰησοῦς ἀναγνωρίζει
τήν θεία ἀποστολή τοῦ Ἰωάννου, δέχεται τό βάπτισμά του καί γι᾿ αὐτό τώρα
πορεύεται πρός αὐτόν νά βαπτιστεῖ ὑπ᾿ αὐτοῦ. Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀναμάρτητος,
ἀλλά ἔρχεται πρός τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, γιατί αὐτό τό βάπτισμα ἦταν θέλημα
Θεοῦ· γιατί ἔπρεπε μέ τήν πράξη του αὐτή νά ἐπικυρώσει τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου (στίχ.
15). Στήν βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ ἀκοῦμε τήν φωνή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. στίχ.
17), ἡ ὁποία εἶχε ἀνακηρύξει τόν Μεσσία ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἀγαπητόν (βλ. Ψαλμ.
2,7. Ἠσ.
42,1).
Σχόλια:
3,14. Ἡ ἀντίρρηση τοῦ Ἰωάννου θέλει νά ὑπογραμμίσει
τήν ἀνωτερότητα τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως προηγουμένως τό κήρυγμά του δείκνυε τήν ἀνωτερότητα
τοῦ βαπτίσματος τοῦ ᾽Ιησοῦ συγκρινόμενο μέ τό βάπτισμα τοῦ ὕδατος (βλ. Ἰωάν.
3,23-30). 3,15. Πληρῶσαι πᾶσαν
δικαιοσύνην. Ἡ ἔννοια τῆς δυσνοήτου αὐτῆς φράσεως εἶναι μᾶλλον ἡ ἑξῆς: Ἄν
καί ἀναμάρτητος ὁ Ἰησοῦς (βλ. Ἰωάν. 8,46), ὅμως θέλει νά ὑποστεῖ τό βάπτισμα τοῦ
Ἰωάννου, τό ὁποῖο τό ἀναγνωρίζει ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ (βλ. Λουκ. 7,29-30), ὡς μία
ἔσχατη προετοιμασία γιά τήν μεσσιακή ἐποχή (βλ. σχόλ. εἰς Ματθ. 3,6), καί νά ἐκπληρώσει
ἔτσι τήν σώζουσα δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πού πρυτανεύει στό σχέδιο τῆς σωτηρίας.
Πέραν ἀπό αὐτή τήν πράξη τοῦ βαπτίσματος, ὁ Ματθαῖος, χωρίς ἀμφιβολία, ἔχει
κατά νοῦν τήν νέα «δικαιοσύνη», μέ τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς θά ἐκπληρώσει καί θά
τελειώσει τήν δικαιοσύνη τοῦ παλαιοῦ Νόμου, βλ. 5,17.20. Στόν Ματθαῖο ἡ λ.
«δικαιοσύνη» σημαίνει τήν νέα πιστότητα καί ἐντελῶς σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ (5,6. 10.20. 6,1.33. 21,32). Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής καί ὁ Ἰησοῦς ὑποτάσσονται
ἐδῶ μαζί σέ ἕνα σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ σημασία θά φανερωθεῖ καί θά ἀναπτυχθεῖ
σέ ὅλο τό Εὐαγγέλιο, εἴτε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐδῶ παίρνει τό μέρος τῶν ἁμαρτωλῶν γιά
νά τούς σώσει, εἴτε ὅτι αὐτό τό βάπτισμά του παριστάνει τήν πρώτη δημόσια
διαμαρτυρία τοῦ ᾽Ιησοῦ κατά τῆς ἀπατηλῆς ἰουδαϊκῆς ἔννοιας ἑνός θριαμβευτικοῦ
ψευδομεσσίου (βλ. 4,11. 11,2-6. 16,13-23). – Τότε ἀφίησιν αὐτόν. Ἕνα ἀπόκρυφο συναξάρι εἰσχωρεῖ ἐδῶ σέ δύο
λατινικά χειρόγραφα: «Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἐβαπτίσθη, ἕνα ἔντονο φῶς χύθηκε ἔξω ἀπό τό
νερό, ὥστε ὅλοι οἱ παρόντες κατελήφθησαν ἀπό φόβο». 3,16. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον... Τό Πνεῦμα πού ἐπλανᾶτο στά ὕδατα
τῆς πρώτης δημιουργίας (Γεν. 1,2), φαίνεται ἐδῶ πάλι στόν πρόλογο τῆς νέας
δημιουργίας. Ἀφ᾿ ἑνός μέν τό Πνεῦμα χρίει τόν Ἰησοῦ γιά τήν μεσσιακή Του ἀποστολή
(Πράξ. 10,38), στήν ὁποία θά μᾶς εἰσαγάγει στό ἑξῆς ὁ Ματθ. (4,1. Λουκ.
4,14.18. 10,21. Ματθ. 12,18.28)· ἀφ᾿ ἑτέρου δέ, ὅπως τό ἐννόησαν οἱ ἅγιοι
Πατέρες, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἁγιάζει τά ὕδατα καί προετοιμάζει τό χριστιανικό
βάπτισμα (Πράξ. 1,5 σχόλ.). – Ὡσεί
περιστεράν. Καμμία βέβαιη ἑρμηνεία δέν μπόρεσε νά δοθεῖ γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν μορφή περιστερᾶς. Πιθανόν πρόκειται γιά ἕνα ὑπαινιγμό
στήν περιστερά πού ἐπέστρεψε πάλι στήν κιβωτό τοῦ Νῶε (Γεν. 8,8-12). Κατ᾿ ἄλλους,
ἐπειδή ἡ περιστερά στήν Π.Δ. παριστάνεται ὡς σύμβολο τῆς ἀγάπης, ὑπαινίσσεται
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἆσμ. Ἀσμ. 2,14. 5,2), πού κατέρχεται στήν γῆ. Τέλος, ἄλλοι,
ἐπικαλούμενοι καί μερικές ἰουδαϊκές παραδόσεις πού στήν ἔκφραση τῆς δημιουργίας
Γεν. 1,2 «καί Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπί
τοῦ ὕδατος» βλέπουν μία περιστερά νά πτερουγίζει στά ὕδατα καί νά δίνει ζωή
ἀπό τό χάος, ἐννοοῦν ἐδῶ τήν νέα δημιουργία πού θά φέρει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τό
βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ, πού θά γίνει τό βάπτισμα τῶν χριστιανῶν. 3,17. Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός... Οἱ
λέξεις αὐτές τοῦ στίχ. μας ἀναμειγνύουν τήν ὁρολογία τοῦ Ψαλμ. 2,7 (ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ
τήν παλαιά προφητεία τοῦ Νάθαν εἰς Β΄ Βασ. 7,14, «αὐτός ἔσται μοι εἰς υἱόν») καί τοῦ Ἠσ. 42,1 («ὁ ἐκλεκτός μου, πού ἔχει ὅλη τήν εὔνοιά μου»). Αὐτή ἡ τελευταία
περικοπή δέν παριστάνει ἀκόμη τόν πάσχοντα Δοῦλο τοῦ Ἠσ. κ. 53, ἀλλά ἐκεῖνον
πού «δέν θά ὑψώνει τήν φωνή του» (Ἠσ.
42,2· βλ. Ματθ. 12,18-21), πού «ἀναλάμψει
καί οὐ θραυσθήσεται» (Ἠσ. 42,4). Μέ τήν συγχώνευση αὐτῶν τῶν δύο γραφικῶν
κειμένων, ὁ Ματθαῖος ἕνωσε στόν Ἰησοῦ τίς δύο προφητικές μορφές, τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Βασιλέως καί τοῦ Δούλου τοῦ Γιαχβέ. Τό «ἀγαπητός»
εἶναι ὅμοιο στήν ἔννοιά του μέ τό «ἐκλεκτός».
«Ἐκλεκτός» καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἐκλογῆς
γιά μία ἀποστολή. Πάντως, ὁ ὅρος «Υἱός»
ἀντικαθιστῶν ἐδῶ τόν ὅρο τοῦ Ἠσαΐου «Δοῦλος»
(χάρις στήν διπλῆ ἔννοια τοῦ ὅρου τῶν Ο΄ «Παῖς»)
ὑπογραμμίζει τόν μεσσιακό χαρακτήρα τοῦ Ἰησοῦ καί κυρίως τήν υἱική σχέση του μέ
τόν Πατέρα, βλ. σχόλ. εἰς 4,3.
Ὁ πειρασμός τοῦ Ἰησοῦ (4,1-11)
Προλογικό:
Ὅπως παλαιά ὁ Ἰσραήλ
πειράστηκε στήν ἔρημο σαράντα ἔτη, ἔτσι καί ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖται στήν ἔρημο, γιά
νά πειρασθεῖ ὑπό τοῦ Διαβόλου μέ τρεῖς πειρασμούς. Ὁ πρῶτος πειρασμός εἶναι τῆς
γαστριμαργίας (στίχ. 3), ὁ δεύτερος εἶναι τῆς κενοδοξίας (στίχ. 4.5) καί ὁ
τρίτος πειρασμός εἶναι τῆς φιλοπλουτίας (στίχ. 8.9). Οἱ πειρασμοί αὐτοί
διαβαίνουν καί πρός τήν Ἐκκλησία, πού θέλουν νά τήν ἐκκοσμικεύσουν καί νά τῆς
δώσουν ἀνθρώπινη δόξα καί πολιτική ἐξουσία.
Σχόλια:
4,1-11: Ἡ σύντομη σημείωση τοῦ Μάρκου (1,12-13) γιά
τήν νηστεία τῶν σαράντα ἡμερῶν στήν ἔρημο καί τόν πειρασμό ἐπεκτάθηκε ἀπό τόν
Ματθαῖο (καί τόν Λουκᾶ) σέ ἕνα τριπλό πειρασμό. Ὁ Ἰησοῦς κατά τήν διήγησή μας ἐδῶ
ὁδηγεῖται στήν ἔρημο γιά νά πειρασθεῖ 40 ἡμέρες, ὅπως παλαιά ὁ Ἰσραήλ 40 ἔτη
(Δευτ. 8,2.4· βλ. Ἀριθμ. 14,34). Καί στόν Ἰησοῦ προτείνονται τρεῖς παρόμοιοι
πρός τόν Ἰσραήλ πειρασμοί, πού ὑπογραμμίζουν οἱ παρακάτω τρεῖς προτάσεις: (α)
Νά ζητήσει τήν τροφή του ἔξω ἀπό τόν Θεό (4,3-4. Δευτ. 8,3· βλ. Ἐξ. κεφ. 16).
(β) Νά πειράξει τόν Θεό γιά νά ἱκανοποιήσει τόν ἑαυτό Του (4,5-7. 4,8-10. Δευτ.
6,16· βλ. Ἐξ. 17,1-7). (γ) Νά ἀρνηθεῖ τόν Θεό, γιά νά ἀκολουθήσει τούς
ψεύτικους θεούς, πού παρέχουν τήν δύναμη αὐτοῦ τοῦ κόσμου (4,8-10. Δευτ. 6,13·
βλ. Δευτ. 6,10-15· Ἐξ. 23-33). Ὅπως ὁ Μωυσῆς παλαιά καί ὁ Ἰησοῦς τώρα νηστεύει
σαράντα ἡμέρες καί νύχτες (4,2. Δευτ. 9,18· βλ. Ἐξ. 34,28. Δευτ. 9,9). Καί ὅπως
ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἰησοῦς βλέπει «πᾶσαν τήν γῆν»
ἀπό ὑψηλό ὄρος (4,8. Δευτ. 34,1-4). Ὁ Θεός βοηθεῖ τόν Ἰησοῦ μέ τούς ἀγγέλους
του (στίχ. 11), ὅπως τό ὑποσχέθηκε στόν δίκαιο (βλ. Ψαλμ. 90,11-12), καί, κατά
τό Μάρκ. 1,13, τόν φυλάγει ἀπό τά ἄγρια θηρία, ὅπως τόν δίκαιο (βλ. Ψαλμ.
90,13) καί κάποτε τόν Ἰσραήλ (Δευτ. 8,15). Χάρις σ᾿ αὐτές τίς βιβλικές ὑπομνήσεις,
ὁ Ἰησοῦς φαίνεται ὡς ὁ νέος Μωυσῆς (βλ. ἤδη τό σχόλ. εἰς 2,15β. 2,16. Ὁμοίως
βλ. στίχ. 2,20 καί Ἐξ. 4,19), πού ὁδηγεῖ τήν νέα Ἔξοδο (βλ. Ἑβρ. 3,1-4,11),
δηλ. ὡς ἀληθής Μεσσίας (ὅπως καί τόν ὑποψιάστηκε καί ὁ διάβολος μετά τό
βάπτισμα, «εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ....»),
ὁ ὁποῖος ἀνοίγει τήν ἀληθῆ ὁδό πρός τήν σωτηρία, κάνοντας τό ἔργο αὐτό μέ ὑπακοή
στόν Θεό καί μέ θυσία (Φιλιπ. 2,7 ἑξ.). Ἄν καί ἐκτός ἁμαρτίας ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
ὅμως ἐπειράσθη (βλ. Ματθ. 16,23), καί ἔπρεπε νά πειρασθεῖ γιά νά γίνει ἀρχηγός
μας (βλ. Ματθ. 26,36-46. Ἑβρ. 2,10.17-18. 4,15. 5,2.7-9). Χρειάστηκε νά ἀντιμετωπίσει
ἕνα πολιτικό καί ἔνδοξο κατά κόσμο μεσσιανιασμό, γιά νά προτιμήσει τόν
πνευματικό μεσσιανισμό στήν πλήρη ὑποταγή στόν Θεό (βλ. Ἑβρ. 12,2). Κατά
διαφορά πρός τόν Ἰσραήλ, ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε νικητής κατά τοῦ πειρασμοῦ. «Καί οἱ
τρεῖς πειρασμοί δείχνουν σαφῆ σχέση μέ τήν μεσσιανική ἀποστολή τοῦ Ἰησοῦ, στήν ὁποία
προσπαθοῦν νά ἀντιταχθοῦν. Ὁ πρῶτος θά ἤθελε νά παρασύρει τόν Ἰησοῦ σέ ἕνα εὔκολο
καί ἄνετο μεσσιανισμό, ὁ δεύτερος σέ ἕνα μεσσιανισμό ὑποκείμενο σέ μάταιες
θαυματουργικές ἐπιδείξεις, ὁ τρίτος σέ ἕνα μεσσιανισμό πού ἐξαντλεῖται στήν
πολιτική δόξα. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς νίκησε τώρα τούς τρεῖς αὐτούς πειρασμούς, ἔτσι
στήν ἑπομένη δράση του θά συνεχίσει νά ἀντιτίθεται στίς ἀρχές, στίς ὁποῖες οἱ
πειρασμοί αὐτοί στηρίζονται» (G. Ricciotti, Ὁ Βίος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 319). Οἱ τρεῖς
πειρασμοί μπορεῖ νά συνοψισθοῦν ὡς πειρασμοί δυνάμεως καί ἐξουσίας. 4,1. Ὑπό τοῦ Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα
κατηύθυνε τούς Προφῆτες (βλ. σχόλ. εἰς Ἠσ. 11,2 καί Κριτ. 3,10). Αὐτό τό Ἅγιο
Πνεῦμα, τό Ὁποῖο θά εἶναι πλῆρες στόν Ἰησοῦ Χριστό, θά συνεργεῖ σ᾽ Αὐτόν πρός ἐκπλήρωσιν
τῆς ἀποστολῆς Του (βλ. σχόλ. εἰς 3,16 καί Λουκ. 4,1), ὅπως πολύ ἀργότερα θά
κατευθύνει τίς ἀρχές καί τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας (Πράξ. 1,8 σχόλ.). – Ὑπό τοῦ Διαβόλου. Τό ὄνομα αὐτό, πού
σημαίνει ὁ κατήγορος, ὁ συκοφάντης, μεταφράζει μερικές φορές τό ἑβραϊκό «Σατάν»
(ἀντίθετος). Βλ. σχόλ. εἰς Ἰώβ 1,6 καί Σοφ. Σολ. 2,24. Τά «Διάβολος», «πειράζων»
(στίχ. 3) καί «σατανᾶς» (στίχ. 10) εἶναι
ὀνόματα γιά τήν κακή ὕπαρξη, πού δρᾶ ἐχθρικά πρός τόν Θεό. Ἐπειδή δέ τό πρόσωπο
πού φέρει τά ὀνόματα αὐτά προσπαθεῖ νά παρασύρει τούς ἀνθρώπους ἐνάντια πρός τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖται καί ὡς ὑπεύθυνο γιά κάθε τι πού ἔρχεται ὡς ἐνάντιο
στό ἔργο τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ, βλ. 13,39. Ἰωάν. 8,44. 13,2. Πράξ. 10,38. Ἐφεσ.
6,11. Α΄ Ἰωάν. 3,8 κ.ἄ. Ἡ ἧττα του θά ἀναγγείλει τήν τελική νίκη τοῦ Θεοῦ, βλ.
Ματθ. 25,41. Ἑβρ. 2,14. Ἀπ. 12,9.12. 20,2.10. 4,2. Ἡμέρας τεσσαράκοντα. Ὁ ἀριθμός ἐδῶ μᾶς ὑπενθυμίζει τόν Μωυσῆ
καί τόν Ἠλία (βλ. Ἐξ. 24,18. 34,28. Δευτ. 9,9. 34,28. Γ΄ Βασ. 19,8) καί τά σαράντα
ἔτη παραμονῆς τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο (Ἀριθμ. 14,34). Ἡ παραμονή στήν ἔρημο ἦταν
μία ἐποχή πειρασμοῦ καί ἀποτυχίας γιά τόν Ἰσραήλ· ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, ὁ νέος Ἰσραήλ,
πειράζεται ὁμοίως στήν ἔρημο νικῶντας τούς πειρασμούς. 4,3. Ὁ πειράζων. Κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ
παρουσιάζονται πολλοί ὡς πειράζοντες (βλ. 16,1. 19,3. 22,18.35). Ἡ παροῦσα
διήγηση θέλει νά δώσει τήν ἔννοια αὐτῶν τῶν διαφόρων πειρασμῶν. – Εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ. Ἐπανάληψη τῆς οὐράνιας
φωνῆς κατά τό βάπτισμα (3,17), πού σημαίνει: «Ἀφοῦ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ...».
Γενικά ὅμως λέγουμε ὅτι ὁ τίτλος «υἱός τοῦ
Θεοῦ» δέν ἐκφράζει κατά πρῶτον ἀναγκαίως μία φυσική υἱότητα, ἀλλά μπορεῖ νά
σημαίνει καί μία κατά χάριν υἱοθεσία, ἀποτέλεσμα μιᾶς θείας ἐκλογῆς, μιᾶς στενῆς
σχέσεως μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν πλασμάτων του. Ἔτσι ὁ τίτλος «υἱός τοῦ Θεοῦ» ἀποδίδεται στούς ἀγγέλους
(Ἰώβ 1,6), στά πιστά τέκνα τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5,9. 45), στόν Ἰσραηλ. λαό (Ἐξ.
4,22. Σοφ. Σολ. 18,13. Δευτ. 14,1. Ὠσ. 2,1) καί στούς ἀρχηγούς τοῦ λαοῦ (Ψαλμ.
81,6). Ἀλλά ὁ τίτλος «Υἱός τοῦ Θεοῦ» παραμένει
ἀνοικτός σέ ὑψηλότερη ἔννοια ἀπό μία ἁπλῆ υἱοθεσία, καί ὁ Ἰησοῦς τό ὑπέδειξε αὐτό
καθαρά σημαίνοντας τόν Ἑαυτό του γιά «τόν Υἱό» (21,37), ἀνώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους
(24,36), ἔχοντας τόν Θεό γιά «Πατέρα» μέ μία εἰδική ἔννοια, «ὁ Πατέρας μου» (Ἰωάν.
20,17. Ματθ. 7,21 κ.ἀ.), γιατί ἔχει ἰδιαίτερη σχέση μέ Αὐτόν, μοναδική σχέση
(Ματθ. 11,27), ἐπειδή εἶναι Υἱός ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός. Οἱ δηλώσεις αὐτές,
στηριζόμενες καί ἀπό ἄλλες σχετικές μέ τήν θεία καταγωγή τοῦ Μεσσίου (βλ. Ματθ.
22,42-46) καί μέ τήν οὐράνια προέλευση τοῦ «Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου», βλ. σχόλ. εἰς
8,20, καί ἐπιβεβαιωθεῖσες τελικά μέ τόν θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως, δίνουν στήν ἔκφραση
«Υἱός τοῦ Θεοῦ» θεία καθαρῶς ἔννοια,
πού θά τήν ξαναδοῦμε καί ἀλλοῦ, στόν ἀπόστολο Παῦλο, λόγου χάριν, βλ. σχόλ. εἰς
Ρωμ. 9,5. Ἄν καί οἱ μαθητές δέν συνειδητοποίησαν σαφῶς τήν ἔκφραση αὐτή ζῶντος
τοῦ Ἰησοῦ, ἡ πίστη ὅμως πού αὐτοί τελικά ἀπέκτησαν μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ,
μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στηρίζεται στήν συνείδηση ὅτι ὁ Ἰησοῦς
Χριστός εἶναι ὁ κυρίως Υἱός τοῦ Θεοῦ (βλ. ὑπόμνημα La Bible de Jerusalem
σχόλ. στόν στίχ. 4,3). – Ἵνα... ἄρτοι γένωνται. Ὁ πρῶτος πειρασμός εἶναι νά χρησιμοποιηθεῖ
θαυματουργική δύναμη γιά τήν ἱκανοποίηση φυσικῶν ἀναγκῶν. 4,4. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ (Δευτ. 8,3) δέν ἀρνεῖται τήν ἱκανοποίηση
καθημερινῶν ἀναγκῶν μέ συνηθισμένα μέσα, ἀλλά ὑποτάσσει ἀκόμη καί τίς βασικές ἀναγκαιότητες
στόν ἀποκεκαλυμμένο λόγο τοῦ Θεοῦ. 4,5. Καί
ὁ δεύτερος πειρασμός ἔχει ἐπίσης νά κάνει μέ τήν χρήση θαυματουργοῦ δυνάμεως· εἶναι
ἡ χρήση τῆς δυνάμεως αὐτῆς γιά τήν ἐπίδειξη ἑνός θεαματικοῦ καί πειστικοῦ
«σημείου» (βλ. 12,38-42), πού θά ἀναγκάσει τούς ἀνθρώπους νά πιστεύσουν τήν
μεσσιανικότητά του. Σημεῖο αὐτοῦ τοῦ τύπου δέν ἔδωσε ὁ Χριστός. – Ἐπί τό πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ. Ἡ ἔκφραση
«πτερύγιο» εἶναι ὑποκοριστική τῆς λ. «πτέρυγας» ἑνός κτιρίου, πού μπορεῖ ἐδῶ νά
ἀναφέρεται στό κορυφαῖο πλαίσιο τοῦ ναοῦ, ἀπ᾽ ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἔπρεπε νά πέσει,
γιά νά δείξει τήν «μεσιανικότητά» του στά πλήθη, πού ἦταν συγκεντρωμένα σ᾽ αὐτό
τό μέρος. 4,6. Τό χρησιμοποιούμενο ἐδῶ
χωρίο εἶναι ἀπό τό Ψαλ. 90,11-12, παρατιθέμενο κατά τούς Ο´. Ὅπως καί τό χωρίο
Δευτ. 8,3, ἔτσι καί ὁ Ψαλμ. 90 δέν εἶναι ἀκριβῶς μεσσιανικός, ἀλλά ἀφορᾶ κάθε
πιστό Ἰσραηλίτη, πού περιμένει τήν βοήθειά του μόνο ἀπό τόν Θεό. Στόν Σατανᾶ, ὁ
ὁποῖος παραθέτει κατά λέξη τίς Γραφές, ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ ἀναφερόμενος στήν βασική
ἔννοια τῶν ἀναφερομένων χωρίων, ὑποδεικνύοντας ἔτσι τόν σωστό τρόπο ἑρμηνείας τῆς
Γραφῆς. 4,7. Ὁ Ἰησοῦς, ἀντίθετα ἀπό
τόν Ἰσραήλ, δέν ἐκπειράζει τόν Θεό. Βλέπουμε ἐδῶ πάλι, ὅπως καί στόν προηγούμενο
πειρασμό, ὅτι ὁ Θεός δέν ἐκπληρώνει ἀπαιτήσεις γιά θεαματικά πράγματα· δέν εἶναι
αὐτός ὁ τρόπος πού ὁ Θεός ἐξέλεξε νά ἀποκαλύψει Ἑαυτόν. Τό «πειράζειν τόν Θεόν»
εἶναι ἕνα τρέχον θέμα στήν Π.Δ. (Ἐξ. 17,2-7. Ἀριθμ. 14,22. Δευτ. 6,16. Ψαλμ.
77,18 κ.ἄ.) μέ δύο συμπληρωματικές ἔννοιες: Τό νά παρακούουμε σ᾽ Αὐτόν, γιά νά
φανεῖ μέχρι ποῦ φθάνει ἡ ὑπομονή Του, ὅπως ἐδῶ, καί νά ἐπικαλούμαστε τήν ἀγαθότητά
Του γιά συμφεροντολογικό σκοπό. 4,8. Εἰς
ὄρος ὑψηλόν. Ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη ἀπό τίς διάφορες ἀναφορές σέ ὄρος, πού
συναντοῦμε συχνά στόν Ματθαῖο (βλ. 5,1. 8,1. 15,29. 17,1.9. 24,3. 28,16) ὡς ἱερό
τόπο ἀποκαλύψεως, πού μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἰουδαϊκή παράδοση (βλ. Ἐξ. 19. Δευτ.
34,1-4). Τό ὄρος τοῦ τρίτου πειρασμοῦ δέν ὑπάρχει στήν φύση. Εἶναι ἕνας
πειρασμός γιά κοσμικό μεσσιανισμό, πειρασμός γιά τήν χρήση κοσμικῆς ἐξουσίας
πρός ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς Μεσσιακῆς ἀποστολῆς. Ἡ παράθεση τοῦ χωρίου Δευτ.
6,13 (στίχ. 10) τοποθετεῖ τόν κοσμικό μεσσιανισμό στό ἐπίπεδο τῆς λατρείας τῶν
ψευδῶν θεῶν. Οἱ πειρασμοί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού σκόπευαν νά ἀλλοιώσουν τήν
μεσσιανικότητά του, διαβαίνουν καί πρός τήν Ἐκκλησία, πού θέλουν νά τῆς
παραλλάξουν τό θεϊκό της χρῶμα καί τήν ὑψηλή της ἀποστολή. 4,11. Σάν τόν Ἠλία (βλ. Γ΄ Βασ. 19,5-8) ὁ Ἰησοῦς τρέφεται ἀπό ἀγγέλους.
Πραγματικά, τό ρῆμα «διακονῶ» σημαίνει ἐδῶ τήν προσφορά τραπέζης, τήν προσφορά
φαγητοῦ (βλ. 8,15). Ὁ Ἰησοῦς λαμβάνει ἀπό τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ τήν τροφή, πού
αὐτός ἀρνήθηκε νά δώσει στόν Ἑαυτό του, ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ Διάβολος. Καί θά
διδάξει τούς μαθητές του νά τήν ζητήσουν καί νά τήν λάβουν καί αὐτοί ὁμοίως ἀπό τόν Πατέρα (6,11).
Ἡ ἀρχή τῆς δράσεως
τοῦ Ἰησοῦ στήν Γαλιλαία (4,12-17)
Πρόλογικό:
Πρέπει νά ὑποθέσουμε
ὅτι τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου δημιούργησε μία ἐνδιαφέρουσα ἀτμόσφαιρα καί ἔτσι ὁ Ἰησοῦς
ἀρχίζει τώρα, μετά τήν φυλάκιση αὐτοῦ, τό κήρυγμά του (στίχ. 12 ἑξ.). Μᾶς κάνει
ἐντύπωση ὅτι τό κήρυγμά του ὁ Ἰησοῦς τό ἀρχίζει ἀπό τήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας
(στίχ. 13), ἡ ὁποία ἀπό παλαιά εἶχε γίνει ἀσσυριακή ἐπαρχία καί ὑπῆρχε σ᾿ αὐτήν
τό σκοτάδι τοῦ παγανισμοῦ. Ἐδῶ πρῶτα, στήν «Γαλιλαία
τῶν ἐθνῶν» (στίχ. 15), ὅπου ὑπάρχει
μεγάλη ἁμαρτία, πρέπει νά ἀκουστεῖ τό μήνυμα τῆς σωτηρίας, πού χαρακτηρίζει στό
σύνολο ὅλο τό ματθαιϊκό εὐαγγέλιο, καί ἀπό ἐδῶ, θά ἐπεκταθεῖ καί εἰς «πάντα
τά ἔθνη»
(28,19).
Σχόλια:
4,12. Ἀνεχώρησεν. Τό ρῆμα αὐτό χρησιμοποιεῖται συνήθως ἀπό τόν Ματθαῖο γιά νά δηλώσει μία ἀπομάκρυνση
πρό ἑνός κινδύνου (2,12.13. 14,22. 12,15. 14,13. 15,21. 14,13). 4,13. Ἐδῶ, ὅπως καί εἰς Λουκ. 4,16, ἔχουμε
καί τήν καλῶς μαρτυρουμένη γραφή «Ναζαρά», τό πλῆθος ὅμως τῶν μαρτυριῶν δίνουν
τήν γραφή «Ναζαρέτ». Ἡ ἔκφραση «καταλιπών
τήν Ναζαρέτ» ὑποθέτει ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἐγκατεστημένη στόν
τόπο αὐτό (2,23). – Καπερναούμ.
Μία κωμόπολη ἁλιέων, ἡ ὁποία ἔκειτο στό βόρειο καί δυτικό μέρος τῆς λίμνης
Γεννησαρέτ (ταυτίζεται μέ τά ἐρείπια τῆς Tell Hum). Ὁ Ἰησοῦς ἐκινήθη ἀπό
τό χωριό του Ναζαρέτ στήν μεγαλύτερη πόλη τήν Καπερναούμ. – Τήν παραθαλασσίαν. Πρόκειται γιά τήν
λίμνη Γεννησαρέτ (βλ. Λουκ. 5,1. 8,22). Στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ
δυτική ἀκτή τῆς λίμνης κατοικεῖτο ἀπό πολλούς δραστήριους καί εὐημεροῦντες ἀνθρώπους.
Ὁ Ἰησοῦς θά εὕρισκε ἐκεῖ ἕνα εὐρύ ἀκροατήριο. – Ἐν ὁρίοις Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Περιοχή, ἡ ὁποία ἀποσπάστηκε ἀπό
τό βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ ὑπό τοῦ Τιγλάθ Πιλεσέρ ΙΙΙ τό 734 π.Χ. καί ἔγινε ἀσσυριακή
ἐπαρχία. Κατά πρῶτον, λοιπόν, τό μήνυμα τῆς σωτηρίας θά τό ἀκούσει ἐκεῖνο τό
μέρος τοῦ Ἰσραήλ, τό ὁποῖο ἐπλήγη περισσότερο ἀπό τό σκότος τοῦ παγανισμοῦ, ἀπό τήν καταστρεπτική ὀργή τῶν Ἀσσυρίων. Τό
μήνυμα δέ αὐτό, πού χαρακτηρίζει στό σύνολο ὅλο τό ματθαιϊκό εὐαγγέλιο, ἀπό ἐδῶ,
ἀπό τήν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν», θά ἐπεκταθεῖ
καί εἰς «πάντα τά ἔθνη» (28,19).
Πρέπει νά μᾶς κάνει ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ἄλλοι ἀποσύρονται στήν ἔρημο (ὅπως οἱ τοῦ
Qumran) ἤ ἄλλοι περιορίζουν τήν δραστηριότητά τους στήν Ἰερουσαλήμ,
ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ἐμμανουήλ, δρᾶ στήν Γαλιλαία
τῶν ἐθνῶν, τήν ὁποία ὁ Ματθαῖος μνημονεύει συχνά στό Εὐαγγέλιό του (βλ.
2,22. 3,13. 4,23.25. 28,16). Ἡ Γαλιλαία εἶναι πράγματι ὁ κύριος τόπος δράσεως
τοῦ Μεσσίου (ἀλλά βλ. Ἰωάν. 1,46.47. 7,41-42.52). 4,17. Ἀπό τότε ἤρξατο... Ὁ
Ἰησοῦς ἐγκαινιάζει ἐπίσημα τήν ἀρχή τοῦ κηρύγματός του: Ὁ Ἰησοῦς θά ἐμφανισθεῖ ἐν
λόγοις (5,1-7,29) καί ἐν ἔργοις (8,1-9,34). – Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἡ λέξη «βασιλεία»
προτιμᾶται ἔναντι τοῦ ὅρου «βασίλειο»,
διότι δηλώνει τήν ἔλευση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μία τοπική ἐγκόσμια καί
βίαια ἐπικράτηση ἑνός κράτους τοῦ Θεοῦ. Βλ. σχόλιο εἰς 3,2. Ὁ Ἰησοῦς δίδαξε καί
τήν πραγματικότητα τῆς παρουσίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 10,18. 11,20.
17,21) καί τήν μελλοντική της πραγματοποίηση (Ματθ. 6,10. Βλ. καί Μάρκ. 1,15). Ἄν
καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι παρούσα μέ τόν ἐρχομό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (βλ.
11,12. 12,28), ὅμως βασικά παραμένει ἕνα μελλοντικό γεγονός (5,20. 6,10.
21,31). Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στόν ἐκλεκτό λαό, καί δι᾿ αὐτοῦ σέ ὅλο τόν κόσμο, εἶναι
στό κέντρο τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως ἦταν καί τό κέντρο τῆς θεοκρατίας τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μία Βασιλεία «ἁγίων», πού ἀναγνωρίζουν
τόν Θεό ὡς Βασιλέα τους καί ζοῦν εὐφραινόμενοι στήν γνώση Του καί τήν ἀγάπη
Του. Διακινδύνευσε ὅμως ἡ Βασιλεία αὐτή ἀπό τήν ἐπανάσταση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά
θά ἀποκατασταθεῖ ἀπό μία ἀνώτερη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Μεσσία (βλ. Δαν.
2,28 σχόλ.). Αὐτή τήν ἐπέμβαση ἀναγγέλλει ὁ Ἰησοῦς, μετά τόν Ἰωάννη τόν
Βαπτιστή (3,2), ὡς ἐπικείμενη (4,17.23. Λουκ. 4,43), καί τήν πραγματοποιεῖ ὄχι
μέ ἕνα πολεμικό καί ἐθνικιστικό θρίαμβο, ὅπως τό περίμεναν τά πλήθη (Μάρκ.
11,10. Λουκ. 19,11. Πράξ. 1,6), ἀλλά μέ ἕναν τρόπο ἐντελῶς πνευματικό (βλ.
Μάρκ. 1,34 σχόλ. Ἰωάν. 18,36), ὡς «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. 8,20 σχόλ.) καί
«Δοῦλος τοῦ Γιαχβέ» (βλ. σχόλ. στά χωρία Ματθ. 8,17. 20,28 καί 26,28), μέ τό
σωστικό του ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως, πού ἀποσπᾶ τά πλήθη ἀπό τό ἀντίθετο βασίλειο
τοῦ Σατανᾶ (βλ. 4,8. 8,29 σχόλ. 12,25-26). Πρίν ἀπό τήν ἐσχατολογική
πραγματοποίησή της, ὅπου οἱ ἐκλεκτοί θά ζήσουν πλησίον τοῦ Πατρός στήν χαρά τοῦ
οὐρανίου δείπνου (8,11 σχόλ. 13,43. 26,29), ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται
ταπεινά (13,31-33), μυστηριακά (13,11) καί ἀναντίρρητα (13,24-30), ὡς μία ἤδη ἀρξαμένη
πραγματικότητα (12,28. Λουκ. 17,20-21), καί ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται ἀργά στήν γῆ
(Μάρκ. 4,26-29) διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας (βλ. εἰς Ματθ. 16,18 σχόλ.). Ἐγκαθιδρυθεῖσα
ὡς ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μέ τήν κρίση τοῦ Θεοῦ στήν Ἰερουσαλήμ (Ματθ. 16,28.
Λουκ. 21,31) καί κηρυχθεῖσα στήν οἰκουμένη διά τῶν Ἀποστόλων (Ματθ. 10,7.
24,14. Πράξ. 1,3 σχόλ.), θά ἐπικρατήσει ὁριστικά καί θά ἀποδοθεῖ στόν Πατέρα
(Α΄ Κορ. 15,24) μέ τήν ἔνδοξο ἐπιστροφή τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 16,27. 25,31) κατά
τήν τελική του κρίση (13,27-43, 47-50. 25,31-46). Προσδοκῶντες ἡμεῖς αὐτό, ἡ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται καθαρῶς ὡς μία χάρις (20,1-16. 22,9-10. Λουκ.
12,32), γενομένη δεκτή ἀπό τούς ταπεινούς (Ματθ. 5,3. 18,3-4. 19,14. 23-24) καί
τούς ἔχοντας αὐταπάρνηση (13,44-46. 19,12. Μάρκ. 9,47. Λουκ. 9,62. 18,29 ἑξ.), ἀλλά
ἀπορριπτομένη ἀπό τούς ἔχοντες ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια (21,31-32.43. 22,2-8.
23,13). Γιά νά εἰσέλθουμε σ᾿ αὐτήν πρέπει νά ἔχουμε «νυφικό ἔνδυμα» (22,11-13),
μία νέα ζωή (Ἰωάν. 3,3.5). Ὑπάρχουν καί οἱ ἀποκλειόμενοι ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ (Ματθ. 8,22. Α΄ Κορ. 6,9-10. Γαλ. 5,21). Πρέπει νά ἀγρυπνοῦμε, ὥστε νά εἴμαστε
ἕτοιμοι ὅταν θά ἔλθει ὁ Κύριος αἰφνιδίως (Ματθ. 25,1-13). Περί τῆς ἐννοίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη βλ. σχετική μας μελέτη στό
περιοδικό μας Θυμίαμα, τεῦχ. 28.
Ἡ κλήση τῶν τεσσάρων
πρώτων μαθητῶν (4,18-22)
Προλογικό:
Ὁ Ἰησοῦς καλεῖ τώρα
τούς τέσσερις πρώτους μαθητές του καί αὐτό σημαίνει νέο στάδιο στήν δημόσια
δράση του. Γιά τήν κλήση ὅμως τῶν τριῶν μαθητῶν τῆς περικοπῆς μας γνωρίζουμε ἀπό
τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ὅτι ἔγινε μέ ἄλλα περιστατικά. Ὁ Ματθαῖος ἐδῶ μᾶς
λέγει ὅτι αὐτοί ἀκολούθησαν τόν Χριστό πρίν ἀπό τήν φυλάκιση τοῦ Ἰωάννου, ἐνῶ ὁ
Ἰωάννης μᾶς λέγει ὅτι αὐτό ἔγινε μετά τήν φυλάκισή του. Καί ὁ Ματθαῖος μᾶς
λέγει ἐδῶ ὅτι καί τόν Ἀνδρέα καί τόν Πέτρο τούς κάλεσε ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης
μᾶς λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τόν Ἀνδρέα μόνο καί αὐτός ἔπειτα κάλεσε τόν ἀδελφό
του Πέτρο (βλ. 1,35-43). Ἀπό αὐτό φαίνεται ὅτι ἡ κλήση τῆς περικοπῆς μας εἶναι
δεύτερη (Ζιγαβηνός, MPG 129,185, ὅπου καί περισσοτέρα ἐξήγηση. Ὁμοίως
βλ. καί Θεοφύλακτο MPG 123,184.185).
Σχόλια:
4,18-22. Γιά τούς τέσσερες μαθητές πού ἀνταποκρίθηκαν
στήν κλήση τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ματθαῖος χρησιμοποιεῖ τό ρῆμα «ἠκολούθησαν αὐτῷ» (στίχ. 20. 22). Ἐφαρμόζοντας ὁ Ματθαῖος τήν ἔκφραση
αὐτή στόν Ἰησοῦ καί τούς μαθητές του, δίδει σ᾽ αὐτήν διάφορες ἔννοιες: (α) Δέν ἐκλέγει
πιά ὁ μαθητής τόν διδάσκαλό του· ἡ κλήση ἔρχεται ἀπό τόν Ἰησοῦ καί σ᾿ αὐτήν ὁ
καλούμενος ἀνταποκρίνεται πρόθυμα μέ ὑπακοή (4,22. 9,9)· (β) οἱ μαθητές ἀκολουθοῦν
τόν Ἰησοῦ ὄχι μόνο ὡς ἀκροατές του, ἀλλά καί ὡς συνεργοί του, ὡς κήρυκες τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐργάτες στόν θερισμό της (10,1-27), καί προσκολλῶνται ὄχι
μόνο στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί στό πρόσωπό Του. (γ) Ὁ Ματθαῖος
δείχνει συχνά ὅτι τά πλήθη ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦ γιατί ψάχνουν νά βροῦν ἐκεῖνον
τόν Διδάσκαλο, πού δέν τόν εὕρισκαν στούς ἀναγνωρισμένους ραββίνους τῆς συναγωγῆς
(4,25. 8,1. 12,15. 14,13 κ. ἄ.). (δ) Σέ κάποιο μετέπειτα χρόνο ὁ Ἰησοῦς
προβαίνει σέ κριτική τῶν ἀκολούθων του δείχνοντας ὅτι τό νά τόν ἀκολουθοῦν
σημαίνει πολύ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο πού οἱ μαθητές ἤ τό πλῆθος τῶν ἀκολούθων εἶχαν
στήν ἀρχή φανταστεῖ: Τό νά ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν σημαίνει νά εἶναι πρόθυμοι νά
θυσιαστοῦν ὑπέρ Αὐτοῦ (16,24).
Ὁ Ἰησοῦς διδάσκει καί θεραπεύει (4,23-25)
Προλογικό:
Ἡ περικοπή ἐδῶ μᾶς ὁμιλεῖ
γιά τήν διδασκαλία καί τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Γαλιλαία καί αὐτό μᾶς
προετοιμάζει γι᾿ αὐτά πού θά ἀκούσουμε ἀπό τό ἑπόμενο κεφ. καί ἔπειτα. Ὁ Ἰησοῦς
δίδασκε στίς συναγωγές τῶν Ἰουδαίων (στίχ. 23α), (α) γιά νά ἑλκύσει
περισσότερους, (β) γιά νά δείξει ὅτι δέν εἶναι ἐνάντιος ὁ Νόμος τῆς Π.Δ. πρός
τήν διδασκαλία του, ἀλλά καί (γ) γιά νά μή νομιστεῖ ὅτι παραπλανοῦσε τούς ἀμαθεῖς, διδάσκοντάς τους λάθρα.
Σχόλια:
4,23-25. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί μεγαλύτερη περίληψη τῆς
δράσεως τοῦ Ἰησοῦ (βλ. ἐπίσης 8,16. 9,35. 14,35-36. 15,29-31. 19,1-2), πού εἰσάγει
τήν διδασκαλία καί τά θαύματα τῶν κεφ. 5-9. Τό παρόν σύντομο τεμάχιο συντίθεται
ἀπό τόν Ματθαῖο ὡς μία εἰσαγωγή στήν πρώτη ἀπό τίς κύριες ὁμιλίες του, τήν «ἐπί
τοῦ Ὄρους Ὁμιλία». 4,23. Τό Εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας. Σημαίνει
τήν ἀγγελία τοῦ ἐρχομοῦ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ
μέ τίς ὁποῖες συνδέει ὁ Εὐαγγελιστής αὐτήν τήν Βασιλεία· δηλαδή ὅλο τό κατά
Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. – Καί θεραπεύων... Οἱ
θαυμαστές θεραπεῖες εἶναι τό σημεῖο τοῦ ἐρχομοῦ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, βλ.
19,1-7.8. 11,5 σχόλ. Μέ τήν λ. «πᾶσαν»
ὑπογραμμίζεται ἡ δύναμη καί ἡ ἔκταση τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ, πιθανός ὑπαινιγμός εἰς
Ἠσ. 53,4, χωρίο παρατιθέμενο εἰς Ματθ. 8,17. 4,24. Τήν Συρίαν. Ἡ Ρωμαϊκή ἐπαρχία τῆς Συρίας συνόρευε μέ τά ὄρη
τοῦ Ταύρου, τήν Συριακή ἔρημο, τό βασίλειο τῶν Ναβαταίων καί τήν Μεσόγειο. 4,25. Δεκάπολις. Ἦταν μία ὁμοσπονδία
δέκα ἐλευθέρων πόλεων μέ τήν γῆ τους, διάσπαρτων πρό παντός πρός ἀνατολάς καί
βορειοανατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου, μέχρι καί τήν Δαμασκό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου