16 Σεπ 2014

Οικονομικά στοιχεία της Βυζαντινής (Μεσαιωνικής) Θεσσαλίας

Οικονομικά στοιχεία της Βυζαντινής (Μεσαιωνικής) Θεσσαλίας
ΓΕΩΡΓΙΑ: Τα σιτηρά εξακολουθούν, κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους να αποτελούν την κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή του εύφορου κάμπου της Θεσσαλίας. Έτσι η Expositio Totius Mundi et Getium, τον τέταρτο αιώνα, λέει για τη Θεσσαλία ότι «… άφθονο σίτον έχει …1». Αργότερα, τον Ιούλιο του 677, όταν η Θεσσαλονίκη πολιορκούνταν από Ρηγχίνους και Σαγουδάτους Σλάβους, οι πολιορκημένοι προμηθεύονταν το απαραίτητο γι’ αυτούς σιτάρι από τους Βελεγηζίτες Σλάβους της ΝΑ. Θεσσαλίας. Την πληροφορία αντλούμε από το βιβλίο «Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου2». Πληροφορίες για το όργωμα των σταροχώραφων της Λάρισας καθώς και για τον θερισμό του Ιουνίου μας δίνει ο Κεκαυμένος3.
Το 1037, όταν η Κων/λη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα λόγω λιμού, ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος, αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, αγόρασε από περιοχές της νοτιότερης Ελλάδας κι όχι από τη Θεσσαλία, σίτο εκατό χιλιάδων μοδίων. Φαίνεται λοιπόν ότι ο λιμός αυτός είχε «χτυπήσει» την ίδια περίοδο και το σιτοβολώνα των Βυζαντινών, τη Θεσσαλία. Στο τέλος του 12ου αιώνα ο Μ. Χωνιάτης, απευθυνόμενος στους Κωνσταντινουπολείς, τους θυμίζει ότι οι πεδιάδες της Θεσσαλίας καλλιεργούνταν γι’ αυτούς. Ο Προκόπιος, νωρίτερα τον 6ο αιώνα, αναφέρεται και στις πλούσιες καλλιέργειες «παντοίων καρπών» της Θεσσαλίας4. Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός κατά την εκστρατεία του στη Θεσσαλία κατά των Νορμανδών, πέρασε από τα πλούσια «κηπουρεία του Δελφινά»5. Επρόκειτο για τα κτήματα του Βλάχου άρχοντα της Λάρισας Νικουλιτζά Δελφινά. Προσοδοφόρα επίσης καλλιέργεια στην Ανατολική Θεσσαλία ήταν η αμπελουργία. Από αρχαιοτάτων χρόνων φημιζόταν ο πεπαρήθιος οίνος (σκοπελίτικος) και η «αμπελοφόρος χώρα» του Φιλοκτήτη στην Αν. Όσσα. Στα μεσαιωνικά χρόνια φημισμένος ήταν ο «πτελεατικός οίνος» από αμπελώνες της περιοχής του Πτελεού.
Μάλιστα ο οίνος αυτός πουλιόταν μέχρι και την απαιτητική αγορά της Βασιλεύουσας και ήταν περιζήτητος στα καπηλειά της. Σε έγγραφα της περιόδου της Φραγκοκρατίας αναφέρονται οι καλλιέργειες και τα αμπέλια των περιοχών Βελεστίνου και Δύο Αλμυρών. Συχνές επίσης είναι οι αναφορές διαφόρων εκκλησιαστικών εγγράφων στην ύπαρξη νερόμυλων της Δ. Θεσσαλίας μέχρι και τον 15ο αιώνα. Στην Υστεροβυζαντινή Εποχή, οι κυριότεροι ιδιοκτήτες γης ήταν λίγοι μεγαλοκτηματίες, όπως στην περιοχή Φαναρίου και Δημητριάδας, και οι ιερές Μονές. Τα μεγάλα θεσσαλικά μοναστήρια χρησιμοποιούσαν εργαζόμενους λαϊκούς για τις αγροτικές και άλλες χειρονακτικές εργασίες, οι οποίοι μετοικούσαν με τις οικογένειές τους στις παρυφές των κτημάτων των Μονών. Έτσι σχηματίστηκαν πολλοί από τους οικισμούς που διατηρούνται ως τις μέρες μας.
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ: Από αρχαιοτάτων χρόνων η Θεσσαλία φημιζόταν ως ο σπουδαιότερος και πλέον κατάλληλος τόπος εκτροφής αλόγων. Όλες οι πόλεις- κράτη της Κλασσικής Εποχής επιδίωκαν τη συμμαχία με το θεσσαλικό ιππικό. Στην Πρώιμη Βυζαντινή Εποχή ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης αναγνώριζε τη σημασία της θεσσαλικής πεδιάδας στην εκτροφή των αλόγων, που ήταν πολυτιμότατα στον αυτοκρατορικό στρατό6. Αργότερα, στη Μεσοβυζ. Εποχή, η Άννα Κομνηνή μας πληροφορεί ότι οι στρατιώτες του Βρυέννιου μεταφέρονταν από θεσσαλικά άλογα7.
Αλλά και τον 12ο αιώνα η Θεσσαλία συνεχίζει να φημίζεται για τα άλογα που εξέτρεφε σύμφωνα με τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης8. Με την κτηνοτροφία ασχολούνταν ιδίως οι εγκατεστημένοι στην περιοχή Βλάχοι. Από το «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου γνωρίζουμε ότι αυτοί μετέφεραν τα κοπάδια τους στα βουνά της Βουλγαρίας (το βουλγαρικό κράτος είχε τότε επίκεντρο την περιοχή των Σκοπίων) κάθε Απρίλιο. Από εκεί επέστρεφαν στα πεδινά της Θεσσαλίας το Σεπτέμβριο9. Ο Μάγιστρος Νικήτας που καταγόταν από τη Λάρισα έγραφε για την ιδιαίτερή του πατρίδα το 945 σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο: « Λάρισαν και λογογράφοι και ποιηταί κυδαίνουσι τάχα και ρήτορες ουχ ως εριβώλακα μόνον και κουροτρόφον και εύιππον και εύβοτον τε και εύδιον και αγλαά πάντα φέρουσαν10».
ΟΡΥΚΤΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ: Η εκμετάλλευση του θεσσαλικού ορυκτού πλούτου που είχε αρχίσει κατά την Αρχαιότητα, συνεχίστηκε και στη Βυζαντινή Εποχή. Το κυριότερο λατομικό προϊόν ήταν το φημισμένο θεσσαλικό μάρμαρο. Η τιμή του θεσσαλικού μάρμαρου τον 3ο μ.Χ. αιώνα ανέρχονταν στα 150 δηνάρια ανά κυβικό πόδα, σύμφωνα με το «Περί τιμών» διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Τον Αύγουστο του 376, εκδόθηκε διάταγμα των αυτοκρατόρων Ουάλη, Γρατιανού και Βαλεντινιανού Β΄, με το οποίο χορηγούνταν φορολογική ατέλεια στους ιδιώτες που εκμεταλλεύονταν λατομεία σε Μακεδονία και Ιλλυρικό, όπου την εποχή εκείνη συμπεριλάμβανε και τη Θεσσαλία. Ο Γρηγόριος Νύσσης μας πληροφορεί ότι το θεσσαλικό μάρμαρο χρησιμοποιούταν για το στολισμό των τοίχων των πολυτελών κατοικιών11. Από έργα του Κων/νου του Πορφυρογέννητου12 και του Συνεχιστή13 του Θεοφάνη πληροφορούμαστε την εξαιρετική ποιότητα του λεγόμενου «Θετταλικού λίθου». Είναι χαρακτηριστικό ότι στον περικαλλή ναό του Αγίου Δημητρίου οι κίονες είναι κατασκευασμένοι από το πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο και το λευκό της Θράκης. Αυτός ο θεσσαλικός λίθος είχε πράσινα νερά, από ορισμένους ονομάζεται και οφίτης, χρησιμοποιήθηκε και στον μνημειώδη ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κων/λη. Άλλη ονομασία αυτού του μαρμάρου ήταν Ατράγιος λίθος. Εξ’ αιτίας αυτής της τελευταίας ονομασίας μερικοί ιστορικοί πίστευαν ότι εξορύσσονταν από τα υψώματα γύρω από την πόλη της Θεσσαλίας Άτραξ. Όμως τα λατομεία που έχουν εντοπιστεί στο ύψωμα της Χασάμπαλης, πίσω από το Ομορφοχώρι, είναι αυτά από τα οποία έβγαινε το φημισμένο μάρμαρο. Από ανασκαφές που έγιναν στις αρχές του 20ου αιώνα ήρθαν στο φως οι διάφορες πετρογραφικές ζώνες, που διακρίνονται σ΄ αυτές της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής και της Νεότερης Εποχής14. Λατομεία επίσης έχουν εντοπιστεί κοντά στο χωριό Κάστρο της Λάρισας (Άτραξ) και ΒΑ. του χωριού Καστρί της Αγιάς. Το δεύτερο από αυτά φαίνεται πως λειτουργούσε και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους. Στην περιοχή του Ν. Μαγνησίας έχουν εντοπιστεί λατομεία στη περιοχή του Αλμυρού και του Νοτίου Πηλίου, συγκεκριμένα στην περιοχή Ζάστενη του Τισαίου όρους. Φαίνεται πως αυτό το τελευταίο λειτουργούσε και στα βυζαντινά χρόνια. Θέσεις λατομείων εντόπισε επίσης ο Γ. Σωτηρίου15 στη Μ. Βελανιδιά (Καντήραγα) και κοντά στο κοιμητήριο της Νέας Αγχιάλου. Φαίνεται πως τα μάρμαρα που εξορύχθηκαν από τις δυο τελευταίες θέσεις χρησιμοποιήθηκαν στη οικοδόμηση των χριστιανικών ναών της Πρωτοβυζαντινής Εποχής στις Φθιώτιδες Θήβες.
ΑΛΥΚΕΣ: Στη μεσαιωνική Θεσσαλία λειτουργούσαν αλυκές απ’ τις οποίες εξαγόταν το πολύτιμο αλάτι. Σε επιγραφή των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που βρέθηκε κοντά στις Φθ. Θήβες, υπονοούνται με τη λέξη «αρμυρά» κάποια εδάφη απ’ τα οποία εξορυσσόταν το αλάτι16. Ο L. Heuzey17 κοντά στον Πυργετό της Λάρισας (θέση Διαβατός) αναφέρει ότι βρήκε μια χρυσή σφραγίδα, η τύχη της οποίας αγνοείται σήμερα (!), στην οποία γινόταν λόγος για τις αλυκές Λυκοστομίου (Τεμπών).
1 [Post Macedoniam Thessalia multa ferens (frumenta) et (in) alliis (sibi) sufficere dicitur. Δηλαδή: Η Θεσσαλία
είναι αυτάρκης όσον αναφορά εις την παραγωγήν των λοιπών προϊόντων.]
2 Migne, P.G. (Ελληνική Πατρολογία), τόμος 116, σ. 1351, κ.εξ.
3 Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, ροε΄.
4 Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Δ΄ 3.
5 Α. Κομνηνή, Αλεξιάς, ε΄5,3.
6 «Περί βασιλείας», έκδοση, J. Βidez, τόμος Α΄, Παρίσι 1932, σ. 134.
7 Α. Κομνηνή, ό.π., 5,2
8 Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί, 1187, 31.
9 Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, ροε΄.
10 L.G. Westerink : Nicetas Magistros, Lettres, Παρίσι 1873, 23.113.
11 Γρηγόριος Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν, PG, Τόμος 44, στ. 653δ΄.
12 Κων/νος Πορφυρογέννητος, Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, Βόννης, τόμος Α΄ σ. 642-648.
13 Συνεχιστής Θεοφ., Β΄18, Γ΄43.
14 Αρβανιτόπουλος, «Ανασκαφαί και έρευναι», ΠΑΕ 1910, σ. 184-5.
15 Γ. Σωτηρίου, «Αι χριστιανικαί Θήβαι της Θεσσαλίας», ΑΕ. 1929, σ. 52.
16 Ν. Γιαννόπουλος, «Επιγραφαί της Επαρχίας Αλμυρού», Δ.Φ.Ε.Ο., τ. 2 (1899), αρ. 39, σ. 23, 24.

17 L. Heuzey, Le mont Olympe et l’ Acarnanie, σ. 86, σημ. 2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου