3 Οκτ 2012

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Το Σχίσμα του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού


ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ
Απάντησις στον κ. Κυπριανό Χριστοδουλίδη
Εν Πειραιεί   3-10-2012 
πρωτοπρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσης Πειραιώς
Στις 2 Οκτωβρίου 2012 δημοσιεύθηκε στις ιστοσελίδες άρθρο της ελαχιστότητός μας υπό τον τίτλο «Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος περί βαπτίσματος», όπου εκεί παραθέτουμε την παγία διδασκαλία του αγίου Κυπριανού, με βάση τον Κανόνα της Καρχηδόνος και την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου, σύμφωνα με την οποία το βάπτισμα τόσο των αιρετικών όσο και των σχισματικών είναι άκυρο και άδεκτο, όπως επίσης δεν είναι αποδεκτή η αναγνώριση της ιερωσύνης, των μυστηρίων και της χάριτος αυτών.
Στην ιστοσελίδα του ιστολογίου «aktines» μετά το άρθρο υπήρχε και ένα σχόλιο του αγαπητού κ. Κυπριανού Χριστοδουλίδη, ο οποίος αναφέρει τα εξής :
«΄΄Στους αιρετικούς (Παπικούς, Προτεστάντες, Αγγλικανούς, Ιεχωβάδες, Πεντηκοστιανούς, Ευαγγελικούς, Μονοφυσίτες) καί στους σχισματικούς (Ζηλωτές Γ.Ο.Χ.) δέν υφίσταται καν αληθές βάπτισμα ή χρίσμα΄΄.

   Ο πρωτοπρεβύτερος Άγγελος Αγγελακόπουλος μήπως "παρατεντώνει" λίγο τον άγιο Κυπριανό; Μήπως του αποδίδει γνωματεύσεις και διαγνώσεις ανύπαρκτες και εντελώς αυθαίρετες; Να συμφωνήσουμε για τους Παπικούς, Προτεστάντες, Αγγλικανούς, Ιεχωβάδες, Πεντηκοστιανούς, Ευαγγελικούς και Μονοφυσίτες. Αλλά για τους "σχισματικούς" Ζηλωτές ΓΟΧ προς τι; Ζηλωτές είναι, αλλά ουδεμία ομοιότης ή αναλογικότης(!) υπάρχει μεταξύ αυτών και των ζηλωτών Ιουδαίων, που σταύρωσαν τον Κύριο για να μείνουν συνεπείς στις παραδόσεις τους. Εκείνοι οι ζηλωτές απέρριψαν και δεν δέχθηκαν την Χάρη του αγίου Πνεύματος. Το ίδιο έπαθαν και οι κατονομαζόμενοι αιρετικοί. 1) Οι ζηλωτές παλαιοημερολογίτες, όμως, ευρίσκονται μέσα στην Χάρη, 2) Σύνοδος δεν τους έχει εγκαλέσει για σχίσμα και 3) Σύνοδοι, που απέρριψαν την ημερολογιακή - συναφώς και εορτολογική ή εκκλησιαστική - καινοτομία υπάρχουν. Το σχίσμα έγινε από εκείνους, που δεν έμειναν συνεπείς στην Παράδοση - δεν ήθελαν να ομοιάσουν με τους ζηλωτές Ιουδαίους επί εποχής του Κυρίου - και ακολούθησαν τον καινοτόμο πάπα και το ημερολόγιό του. Δεν νομίζω λοιπόν ότι ο άγιος Κυπριανός θα εδέχετο το "τέντωμα" που του κάνει ο πρωτοπρεσβύτερος»[1].
Ευθύς εξ αρχής οφείλουμε να τονίσουμε ότι δεν γνωρίζουμε τον κ. Κυπριανό Χριστοδουλίδη και ότι τα όσα κατατίθενται στη συνέχεια, γράφονται με αγάπη και πόνο καρδίας και όχι από κάποια προσωπική εμπάθεια και μίσος προς το πρόσωπό του. Το κίνητρό μας είναι ανιδιοτελές και απαθές. Σκοπός της παρούσης απαντήσεως δεν είναι να θίξει το πρόσωπο, αλλά να καταδείξει και ανασκευάσει απόψεις και θεωρίες. Βασικός κανόνας μας είναι ότι πρέπει να αγαπάμε τα πρόσωπα, επιθυμώντας τη διόρθωση και μετάνοιά τους, αλλά και να ελέγχουμε και να αποστρεφόμασθε εσφαλμένες ιδέες και ενέργειές τους.

     Επειδή, λοιπόν, οι απόψεις, που εκφράζει ο αγαπητός κ. Χριστοδουλίδης, είναι εσφαλμένες και οι οποίες θεωρούμε ότι προέρχονται μάλλον από άγνοια, μη σωστή ενημέρωση και μελέτη του θέματος, γι’αυτό παραθέτουμε το παρακάτω κείμενο, το οποίο παλαιότερα είχε γράψει η ελαχιστότητά μας, στο οποίο ο κ. Χριστοδουλίδης θα βρεί απαντήσεις στα θέματα, που θέτει, αλλά και σε πολλά άλλα. Επίσης, προτείνουμε στον αγαπητό κ. Χριστοδουλίδη να μελετήσει και τα εξής βιβλία : 1) Αντιπατερική η στάση του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού, Άγιον Όρος 2000 και 2) Οι εκκλησιολογικές κακοδοξίες του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού, Άγιον Όρος 2001 του πανοσιλογιωτάτου αρχιμανδίτου π. Βασιλείου Γρηγοριάτου, 3) Tά δύο άκρα ˙ Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός, εκδ. Ιερόν  Ησυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Αθήνα 1997 του πανοσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, 4) Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον του πανοσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου π. Ιωήλ Γιανακοπούλου και 5) Το ημερολογιακόν ζήτημα (μικρά συμβολή εις την επίλυσίν του) των εκδόσεων ‘Ορθόδοξος Τύπος’.
            Τέλος, ευχαριστούμε τον Άγιο Τριαδικό Θεό, που, με αφορμή τις θέσεις του κ. Χριστοδουλίδη, μας δίδει την ευκαιρία να παρουσιαστεί κατά το ανθρώπινο δυνατόν η διδασκαλία της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του σχίσματος και των Ζηλωτών Παλαιοημερολογιτών.

Το ημέτερον κείμενο έχει ως εξής :

Αφορμή της συγγραφής του παρόντος κειμένου είναι η άγνοια τόσο των λαϊκών όσο κυρίως των κληρικών περί των Ζηλωτών Παλαιοημερολογιτών, η οποία έχει οδηγήσει σέ φαινόμενα εκκλησιαστικής αταξίας, όπως π.χ. α) λαϊκοί νά εκκλησιάζονται καί νά τελούν μυστήρια (βαπτίσεις-γάμους) σέ ναούς Ζηλωτών Παλαιοημερολογιτών καί β) λαϊκοί καί κληρικοί νά αναγνωρίζουν τήν ιερωσύνη, τά μυστήρια και την χάρη των Ζηλωτών Παλαιοημερολογιτών καί νά συμπροσεύχονται .
Στόχος καί σκοπός του παρόντος κειμένου είναι νά άρει αυτή τήν άγνοια, ενημερώνοντας παραλλήλως τούς ορθοδόξους πιστούς, λαϊκούς καί κληρικούς, περί των Ζηλωτών Παλαιοημερολογιτών καί νά επιστήσει τήν προσοχή σέ όλους, έτσι ώστε νά παύσουν τά ανωτέρω απαράδεκτα καί αντικανονικά φαινόμενα, παραμένοντας μέσα στά ιεροκανονικά όρια, πού έθεσαν οι άγιοι Πατέρες καί η Μία, Αγία, Καθολική καί Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία.
 
1. Εννοιολογικό περιεχόμενο σχίσματος

Ο Μ. Βασίλειος δίδει τόν ορισμό του σχίσματος στόν Α΄ Κανόνα του, λέγοντας: «Σχίσματα δέ (ωνόμασαν οι παλαιοί) τούς δι’αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς καί ζητήματα ιάσιμα πρός αλλήλους διενεχθέντας». Καί ερμηνεύει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης: «Σχισματικοί δέ ονομάζονται εκείνοι οπού διαφέρονται πρός τήν καθολικήν (Ορθόδοξον) Εκκλησίαν, όχι διά δόγματα πίστεως, αλλά διά κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά καί ευκολοϊάτρευτα»[2].

2. Σχέση μαρτυρίου – σχίσματος

Ερμηνεύοντας ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης τόν 31ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, παραθέτει τήν γνώμη του ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος στήν 11η ομιλία του στήν πρός Εφεσίους αναφέρει ότι ένας άγιος άνθρωπος είπε πως ούτε αίμα μαρτυρίου δέν μπορεί νά εξαλείψει τήν αμαρτία του χωρισμού της Εκκλησίας καί της αιρέσεως, καί ότι τό νά σχίσει κάποιος τήν Εκκλησία είναι χειρότερο κακό από τό νά πέσει σέ αίρεση. Γράφει καί ο ομολογητής Διονύσιος Αλεξανδρείας στήν πρός τόν Επίσκοπο Ναυάτο επιστολή ότι πρέπει νά πάθει κάποιος οποιοδήποτε κακό κι αν είναι, μόνο και μόνο για νά μήν σχίσει τήν Εκκλησία, καί ότι είναι ενδοξότερο τό μαρτύριο, πού υπομένει κάποιος γιά νά μήν σχίσει τήν Εκκλησία, παρά τό μαρτύριο, πού υπομένει γιά νά μήν ειδωλολατρήσει. Επειδή, στό μέν μαρτύριο γιά νά μήν ειδωλολατρήσει, μαρτυρεί γιά τήν ωφέλεια της δικής του ψυχής, ενώ στό μαρτύριο, γιά νά μήν σχίσει τήν Εκκλησία, μαρτυρεί γιά τήν ωφέλεια καί ένωση όλης της Εκκλησίας[3].

3. Βάπτισμα σχισματικών

Κατά τόν α΄ Κανόνα του Μ. Βασιλείου οι σχισματικοί στερούνται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, «διότι η μέν αρχή του χωρισμού διά σχίσματος γέγονεν˙ οι δέ της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον τήν χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’εαυτούς˙ επέλιπε γάρ η μετάδοσις τω διακοπήναι τήν ακολουθίαν. Οι μέν γάρ πρώτοι αναχωρήσαντες παρά των πατέρων έσχον τάς χειροτονίας, καί διά της επιθέσεως των χειρών αυτών, είχον τό χάρισμα τό πνευματικόν˙ οι δέ απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον τήν εξουσίαν˙ ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι˙ διό ως παρά λαϊκών βαπτιζομένους τούς παρ’αυτών, εκέλευσαν ερχομένους επί την εκκλησίαν, τω αληθινώ βαπτίσματι τω της εκκλησίας αποκαθαίρεσθαι»[4].
Tό βάπτισμα των σχισματικών φάνηκε εύλογο στίς Συνόδους περί τόν άγιο Κυπριανό[5] καί τόν Φιρμιλιανό νά αθετηθεί, γιατί οι σχισματικοί, δηλαδή οι Καθαροί, οι Εγκρατίτες, οι Σακκοφόροι, οι Υδροπαραστάτες κ.ά. χωρίσθηκαν κατά τήν αρχή από τήν Εκκλησία καί, αφού χωρίσθηκαν, έχασαν καί τήν Χάριν του Αγίου Πνεύματος, γιατί η μετάδοσή της διακόπηκε. Επειδή, λοιπόν, έγιναν λαϊκοί, δέν έχουν ούτε χάρισμα πνευματικό, ούτε εξουσία νά βαπτίζουν ή νά χειροτονούν. Ακολούθως αυτοί πού βαπτίζονται από αυτούς, επειδή βαπτίζονται από λαϊκούς, προσέταξαν νά βαπτίζονται μέ τό αληθινό Βάπτισμα της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αλλά, όμως, επειδή φάνηκε εύλογο σέ μερικούς πατέρες της Ασίας νά είναι δεκτό τό Βάπτισμα των σχισματικών γιά κάποια οικονομία των πολλών, ας είναι δεκτό. Τό βάπτισμα, όμως, των σχισματικών, τό οποίο δέχεται μέ τόν α΄ Κανόνα του ο Μ. Βασίλειος, τό αθετεί μέ τόν 47ο  λέγοντας ότι εμείς μέ ένα λόγο τούς Καθαρούς, Εγκρατίτες καί Σακκοφόρους, όλους τούς βαπτίζουμε. «Ει δέ καί είναι απηγορευμένον κοντά εις εσάς ο αναβαπτισμός διά κάποιαν οικονομίαν, καθώς είναι κοντά εις τούς Ρωμαίους, όμως ο ιδικός μας λόγος ας έχη δύναμιν νά αθετήση δηλαδή τό βάπτισμα των τοιούτων». Συμπερασματικά ο Μ. Βασίλειος αθετεί τό βάπτισμα των σχισματικών, επειδή τούς λείπει η τελειωτική Χάρις[6].
Σύμφωνα μέ τήν ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου του  Αγιορείτου στόν Α΄ Κανόνα του Μ. Βασιλείου, υπάρχουν δύο γνώμες γιά τούς σχισματικούς. Ο άγιος Κυπριανός καί οι δύο Σύνοδοι, πού έγιναν περί αυτόν στήν Αφρική, αλλά καί η Σύνοδος, πού έγινε στό Ικόνιο από τόν άγιο Φιρμιλιανό, φυλάττοντας τήν ακρίβεια, προσέταξαν ότι οι Καθαροί, οι Εγκρατίτες, οι Αποτακτίτες, οι Υδροπαραστάτες καί απλώς όλοι οι σχισματικοί, όταν προσέρχονται στήν Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία, νά βαπτίζονται, επειδή οι πρώτοι ιερωμένοι των σχισματικών είχαν μέν τό χάρισμα του νά χειροτονούν καί νά βαπτίζουν από τήν Εκκλησία. Αφού, όμως, μία φορά σχίσθηκαν από τό όλο Σώμα της Εκκλησίας, τό έχασαν καί δέν μπορούν πλέον νά βαπτίσουν ή νά χειροτονήσουν άλλους καί απλώς νά δώσουν Χάριν, τήν οποία στερήθηκαν μέ τό σχίσμα. Γι’αυτό καί αυτοί, πού βαπτίζονται από αυτούς, λογίζονται ότι βαπτίσθηκαν από λαϊκούς, γι’αυτό καί χρειάζονται νά βαπτισθούν.
Μερικοί, όμως, επίσκοποι στήν  Ασία δέχθηκαν τό βάπτισμά τούς, χάριν οικονομίας καί συγκαταβάσεως καί όχι ακριβείας, σάν οι σχισματικοί νά είναι ακόμη μέλη της Εκκλησίας. Γι’αυτό κατά τή γνώμη τους, ας είναι δεκτό.

4. Χειροτονία - ιερωσύνη σχισματικών

Στούς σχισματικούς, επειδή έχουν αποστεί εκ του Σώματος της Εκκλησίας καί βρίσκονται εκτός Αυτού, δέν υφίσταται καί δέν λειτουργεί η Ζωοποιός Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, δέν επενεργεί η θεία Χάρις του Τρισυποστάτου Θεού της αληθείας, καί ως εκ τούτου ούτε κανονική ιερωσύνη έχουν, ούτε χειροτονία, ούτε τά μυστήρια, πού τελούν είναι έγκυρα, αλλά άκυρα καί αχαρίτωτα.

5. Συμπροσευχή μετά σχισματικών

Ο 33ος Κανόνας της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου ρητά απαγορεύει τήν συμπροσευχή Ορθοδόξων κληρικών καί λαϊκών μέ τούς σχισματικούς. «Ότι ου δει σχισματικοίς συνεύχεσθαι»[7].

6. Αντιμετώπισις σχισματικών

Ο σχισματικός, πού χωρίζεται από τήν Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία, στερείται της θείας Χάριτος καί καθαιρείται, αν είναι κληρικός, ή αφορίζεται, αν είναι λαϊκός[8]. Τά εκκλησιαστικά επιτίμια στήν περίπτωση του σχισματικού αναγνωρίζουν τήν κατάσταση, στήν οποία αυτός μέ τήν θέλησή του εισήλθε.
Σύμφωνα μέ τόν 13ο Κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου επί Μ. Φωτίου ο διάβολος προσπαθεί μέ τούς σχισματικούς νά διαμερίσει τό Σώμα του Χριστού, δηλαδή τήν Εκκλησία Του. Γι’αυτό διορίζει ότι όποιος Πρεσβύτερος ή Διάκονος χωρισθούν από τήν συγκοινωνία του Επισκόπου τους καί δέν μνημονεύουν τό όνομά του κατά τό σύνηθες, πρίν εξετάσει η Σύνοδος τά εγκλήματά του καί τόν καταδικάσει, αυτοί νά καθαίρονται, επειδή δέν είναι άξιοι νά έχουν τό αξίωμα καί τό όνομα του Πρεσβυτέρου καί Διακόνου, γιατί κατακρίνουν τόν Επίσκοπο, πού είναι κατά πνεύμα πατέρας τους, καί γιατί προάρπαξαν τήν κρίση των Μητροπολιτών. Οι Μητροπολίτες καί όχι οι Κληρικοί κρίνουν τούς Επισκόπους. Αυτοί, πού συνακολουθούν μέ αυτούς τούς αποστάτες Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, αν μέν είναι Ιερωμένοι, ας καθαιρούνται, αν δέ είναι Μοναχοί καί λαϊκοί, ας αφορίζονται, όχι μόνο από τά θεία Μυστήρια, αλλά καί από τήν Εκκλησία, μέχρι νά τούς μισήσουν καί νά ενωθούν μέ τόν δικό τους Επίσκοπο.
Παρομοίως μέ τόν ανωτέρω Κανόνα καθαιρεί καί ο 14ος Κανών της ιδίας Συνόδου τούς Επισκόπους εκείνους, πού χωρίζονται από τήν συγκοινωνία του Μητροπολίτου τους καί δέν μνημονεύουν τό όνομά του κατά τό σύνηθες. Γιατί ούτε ο Πρεσβύτερος πρέπει νά καταφρονεί τόν Επίσκοπό του, ούτε ο Επίσκοπος τόν Μητροπολίτη του.
Τά ίδια διορίζει καί ο 15ος Κανών της αυτής Συνόδου γιά τούς Πατριάρχες, λέγοντας ότι όποιος Πρεσβύτερος ή Επίσκοπος ή Μητροπολίτης χωρισθεί από τήν συγκοινωνία του Πατριάρχου του καί δέν μνημονεύει τό όνομά του κατά τό σύνηθες (ο Μητροπολίτης δηλαδή μόνος˙ ο Πρεσβύτερος μνημονεύει τό όνομα του Επισκόπου του˙ ο Επίσκοπος του Μητροπολίτου του) πρίν φανερώσουν τά κατά του Πατριάρχου τους στήν Σύνοδο καί κατακριθεί αυτός από τήν Σύνοδο, αυτοί όλοι νά καθαίρονται παντελώς, οι μέν Επίσκοποι καί Μητροπολίτες από κάθε Αρχιερατική ενέργεια, οι δέ Πρεσβύτεροι από κάθε Ιερατική. Αυτά νά γίνονται, αν γιά κάποια εγκλήματα, όπως πορνεία, ιεροσυλία κ.ά. χωρίζονται οι Πρεσβύτεροι από τούς Επισκόπους τους, οι Επίσκοποι από τούς Μητροπολίτες τους καί οι Μητροπολίτες από τούς Πατριάρχες τους. Αν, όμως, οι ρηθέντες πρόεδροι είναι αιρετικοί καί κηρύττουν τήν αίρεσή τους παρρησία και γυμνή τη κεφαλή, η οποία αίρεση είναι κατεγνωσμένη είτε υπό Συνόδων είτε υπό Πατέρων (από τόν λόγο αυτό φαίνεται ότι δέν πρέπει νά χωρίζεται κανείς, κατά τόν Βαλσαμώνα, από τόν Επίσκοπό του, αν αυτός έχει μέν κάποια αίρεση, τήν φυλάει, όμως, στό κρυπτό καί δέν τήν κηρύττει, γιατί ίσως διορθωθεί από μόνος του), καί γι’αυτό χωρίζονται οι υποκείμενοι σ’αυτούς καί πρίν ακόμη γίνει συνοδική κρίση γιά τήν αίρεση αυτή, οι χωριζόμενοι όχι μόνο δέν καταδικάζονται γιά τόν χωρισμό, αλλά καί τιμής πρεπούσης είναι άξιοι ως ορθόδοξοι, γιατί όχι σχίσμα προεξένησαν στήν Εκκλησία μέ αυτόν τόν χωρισμό, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν τήν Εκκλησία από τό σχίσμα καί τήν αίρεση αυτών των ψευδεπισκόπων[9].

7. Αιτίες σχίσματος

Αίτιο της δημιουργίας των σχισμάτων είναι η υπερηφάνεια καί η φυσίωση, πού οδηγεί στήν διάσπαση της Εκκλησίας καί τήν χωριστή προσφορά των αγίων σέ άλλα ανορθούμενα θυσιαστήρια κατά της εκκλησιαστικής πίστεως καί καταστάσεως.
Κατά τόν 10ο Κανόνα της εν Καρθαγένη συνόδου, αν κάποιος Ιερεύς κατηγορηθεί ότι δέν ζει καλά από τόν Επίσκοπό του καί έλθει σέ τόση υπερηφάνεια καί φύσημα, ώστε νά αποστατήσει από αυτόν καί νά ιερουργεί μέν μόνος καί καθ’εαυτόν νά εγκαινιάσει άλλο θυσιαστήριο καί Εκκλησία, χωρίς τήν άδεια του Επισκόπου του, αυτός ας αναθεματίζεται. Γιατί, αυτό, πού κάνει, είναι εναντίον καί της καταστάσεως της Εκκλησίας, πού θέλει νά υπόκεινται οι Ιερείς στούς Αρχιερείς, καί εναντίον της πίστεως, γιατί από αυτό οι άπιστοι βλασφημούν καί περιγελούν τήν πίστη μας, βλέποντας τούς Ιερωμένους νά ατακτούν, καί τελικά γιατί αυτό, πού κάνει, προξενεί σχίσμα στήν Εκκλησία.
Παρόμοιος είναι καί ο 11ος Κανόνας της, ο οποίος διορίζει νά αναθεματίζεται ο Πρεσβύτερος, πού θά χωρισθεί από τόν Επίσκοπό του, καί νά χάνει τόν τόπο του, δηλαδή νά καθαίρεται, αν, όμως, δέν αναγγείλει πρότερον τό πράγμα, γιά τό οποίο κατηγορείται από τόν Επίσκοπό του στούς γείτονες καί πλησιοχώρους Επισκόπους, ώστε μέσω αυτών νά συμφιλιωθεί μέ τόν Επίσκοπό του, αλλά αποστατήσει καταφρονώντας τον εξαιτίας της υπερηφανείας. Επιπροσθέτως, πρέπει νά γίνεται εξέταση μήπως γιά δίκαιες κατηγορίες καί εγκλήματα αποφεύγει ο Πρεσβύτερος τήν κοινωνία του Επισκόπου[10].
Οι σχισματικοί δέν γίνονται δεκτοί από τούς Ορθοδόξους νά κατηγορούν Επισκόπους καί Κληρικούς γιά εγκληματικές καί εκκλησιαστικές υποθέσεις, σύμφωνα μέ τόν 138ο Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου[11].

8. Ο Απόστολος Παύλος περί του σχίσματος

Ο Απόστολος Παύλος λέγοντας πρός τούς Ρωμαίους «διό προσλαμβάνεσθε αλλήλους, καθώς καί ο Χριστός προσελάβετο υμάς εις δόξαν Θεού»[12], φέρνει παράδειγμα τόν Χριστό, γιά νά επιμελούνται οι χριστιανοί καί νά θεραπεύουν ο ένας τόν άλλο, επειδή αυτό αποβλέπει στήν δόξα του Θεού. Γιατί, η ενότητα καί ομοφροσύνη των χριστιανών δοξάζει τόν Θεό. Είπε ο Κύριος πρός τόν Πατέρα˙ «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι σύ μέ απέστειλας, εάν ώσιν εν». Καθώς εκ του εναντίου τό νά είναι σχισμένοι οι χριστιανοί μεταξύ τους καί νά έχουν διάφορα φρονήματα, συντελεί στό νά βλασφημείται ο Θεός, γιατί οι Έλληνες, οι ειδωλολάτρες, βλέποντας τούς χριστιανούς σχισμένους καί χωρισμένους, κατηγορούν τήν πίστη καί τόν Χριστό[13]. Επομένως η έλλειψη ενότητος καί ομοφροσύνης είναι μία από τίς αιτίες εμφανίσεως των σχισμάτων.
Πιό κάτω ο Απόστολος Παύλος παρακαλεί τούς Ρωμαίους : «σκοπείν τούς τάς διχοστασίας καί τά σκάνδαλα παρά τήν διδαχήν, ην υμείς εμάθατε, ποιούντας»[14]. Περιεργάζεσθε, αδελφοί, μέ ακρίβεια αυτούς, πού κάνουν σχίσματα καί αιρέσεις, τά οποία είναι έξω από τήν διδαχή των Αποστόλων, πού μάθατε. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι ακόμη μία αιτία εμφανίσεως των σχισμάτων είναι η αθέτηση της διδαχής των Αποστόλων. Συμφώνως γράφει καί ο Θεοφόρος Ιγνάτιος πρός τούς Εφεσίους˙ «Τούς μερισμούς φεύγετε ως αρχήν κακών. Ειώθασί τινες δόλω πονηρώ τό όνομα Χριστού περιφέρειν, άλλα τινά πράσσοντες ανάξια Θεού, ους δει υμάς ως θηρία εκκλίνειν. Εισί γάρ κύνες λυσσώντες, λαθροδήκται, ους δει υμάς φυλάσσεσθαι, όντας δυσθεραπεύτους». Στήν πρός Φιλαδελφείς επιστολή αναφέρει˙ «Μή πλανάθε, αδελφοί μου, ει τις σχίζοντι ακολουθεί, βασιλείαν Θεού ου κληρονομεί».
Τέλος, εύχεται ο Απόστολος Παύλος : «ο δέ Θεός της ειρήνης συντρίψει τόν σατανάν υπό τούς πόδας υμών εν τάχει»[15]. Επειδή βρίσκονταν σχίσματα καί διχόνοιες στούς Ρωμαίους, γι’αυτό καί ο Απόστολος επικαλείται τόν Θεό τόν δοτήρα της ειρήνης καί της ενώσεως, γιά νά παύσει τά σκάνδαλά τους. Δέν λέει νά υποτάξει, αλλά τό πολύ μεγαλύτερο, νά συντρίψει όχι μόνο εκείνους τούς αιρετικούς, πού τούς σκανδάλιζαν, αλλά καί τόν αρχιστράτηγό τους Σατανά καί Διάβολο[16].
Τίς περισσότερες πληροφορίες περί του σχίσματος τίς αντλούμε από τήν Α΄ πρός Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Βλέποντας ο Διάβολος τήν Κόρινθο, τήν τόσο μεγάλη καί πολυάνθρωπη αυτή πόλη, πώς κρατούσε τήν αληθινή πίστη του Χριστού, τήν οποία τούς κήρυξε ο Απόστολος, μοίρασε τούς χριστιανούς, πού βρισκόταν σ’αυτή. Καί άλλοι μέν από αυτούς χειροτονήθηκαν από μόνοι τους διδάσκαλοι, σχίζοντας στά δύο τό πλήθος. Άλλοι μέν από τό πλήθος πήγαιναν σέ μερικούς από εκείνους καί διδάσκονταν, προσέχοντας σ’αυτούς ως σοφοτέρους από τούς άλλους καί ικανοτέρους νά διδάσκουν σοφώτερα από τόν Απόστολο Παύλο. Άλλοι δέ πήγαιναν σέ άλλους από εκείνους, προσέχοντας σ’αυτούς ως πλουσιωτέρους καί ικανούς νά διοικούν τούς άλλους περισσότερο καί έτσι ένας κατά του άλλου φιλοτιμούμενοι κυβερνούσαν τήν εκκλησία της Κορίνθου. Επειδή, λοιπόν, τό μεγαλύτερο κακό των Κορινθίων ήταν νά έχουν σχίσματα καί διχόνοιες στήν εκκλησία, τό οποίο προήλθε από τήν υψηλοφροσύνη καί τήν υπερηφάνειά τους, μέ τήν οποία νόμιζαν ότι διδάσκουν υψηλότερα από τούς άλλους, γι’αυτό καί ο Απόστολος Παύλος τήν υπερηφάνεια κρημνίζει πρώτον[17].
Ο Απόστολος Παύλος εύχεται στούς Κορινθίους˙ «χάρις υμίν καί ειρήνη από Θεού πατρός ημών καί Ιησού Χριστού»[18]. Εύχεται νά διαμένουν η Χάρις καί η ειρήνη, πού προέρχονται από τόν Θεό Πατέρα, στούς Κορινθίους, έτσι ώστε ούτε από τήν Χάριν του Θεού νά εκπέσουν, ούτε από τήν ειρήνη του, επειδή είχαν μεταξύ τους σχίσματα. Πώς, λοιπόν, αφιερώνουν τούς εαυτούς τους σέ ανθρώπους καί ζητούν ή νά έχουν τήν Χάριν καί ευαρέστηση του ενός ανθρώπου ή νά έχουν τήν ειρήνη του άλλου, πειθόμενοι σ’αυτούς σάν σέ διδασκάλους;
Στή συνέχεια τούς παρακαλεί : «ίνα τό αυτό λέγητε πάντες καί μή η εν υμίν σχίσματα»[19]. Τούς παρακαλεί νά είναι σύμφωνοι όλοι καί νά μήν έχουν μεταξύ τους διχόνοιες καί σχίσματα, γιατί κάθε πράγμα, πού σχίζεται, φαίνεται μέν ότι γίνεται πολλά από εκεί πού ήταν ένα, αλλά αυτό τό ένα ούτε πολλά γίνεται, γιατί ποιό τό ώφελος νά γίνεται μέν τό ένα πολλά, όλα δέ τά πολλά αυτά νά είναι ατελή καί κολοβά; Καί επιπροσθέτως χάνει καί τό ένα, πού ήταν. Φανερά ονόμασε σχίσματα εκείνα, πού γίνονταν στούς Κορινθίους, καί παριστάνει μέ τήν λέξη αυτή του σχίσματος ότι οι Κορίνθιοι βρίσκονταν σέ αθλία κατάσταση.
 Οι Κορίνθιοι αυτοπροσδιορίζονταν ανάλογα μέ τό ποιός τούς είχε βαπτίσει καί γι’αυτό άλλοι έλεγαν ότι «εγώ μέν ειμί Παύλου», άλλοι «εγώ δέ Κηφά», άλλοι «εγώ δέ Χριστού». Γι’αυτό ο Απόστολος μέ επιπληκτικό τρόπο τούς ρωτά˙ «μεμέρισται ο Χριστός; μή Παύλος εσταυρώθη υπέρ ημών; ή εις τό όνομα Παύλου εβαπτίσθητε»[20];  Ναί, μέν, βάπτισε καί ο Απόστολος Παύλος μερικούς, αλλά δέν τούς βάπτισε στό όνομά του, αλλά στό όνομα του Χριστού. Αυτό τό λέει ο Απόστολος επειδή έγινε η αιτία του σχίσματος, δηλαδή τό νά ονομάζονται οι βαπτιζόμενοι από τό όνομα εκείνων των ανθρώπων, πού τούς βάπτιζαν. Όμως, τό ζητούμενο, λέει ο Απόστολος δέν είναι ποιός είναι εκείνος, πού βαπτίζει, αλλά σέ ποιό όνομα βαπτίζει. Ο Τριαδικός Θεός είναι αυτός, πού συγχωρεί τίς αμαρτίες του βαπτιζομένου καί τόν κάνει κατά Πνεύμα υιό του καί όχι εκείνος, πού τόν βαπτίζει, όποιος κι αν είναι, ιερεύς ή επίσκοπος[21].
Στή συνέχεια λέει ο θείος Παύλος στούς Κορινθίους˙ «όπου γάρ εν υμίν ζήλος καί έρις καί διχοστασίαι, ουχί σαρκικοί εστε καί κατά άνθρωπον περιπατείτε»[22]; Δικαίως τούς ονομάζει σαρκικούς, γιατί βρίσκονταν σ’αυτούς φθόνοι, φιλονεικίες καί σχίσματα. Πάντοτε ο φθόνος, συμπληρώνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, είναι πατήρ, πού γεννά τίς φιλονικείες. Αυτά, λοιπόν, τά πάθη όταν έχουν οι Κορίνθιοι, περπατούν κατ’άνθρωπον, δηλαδή φρονούν σαρκικά, ανθρώπινα καί γήινα πράγματα[23].
Στούς Κορινθίους βάλθηκε ένα θεμέλιο, ο Χριστός˙ γι’αυτό καί χρωστούν νά οικοδομούν πάνω σ’αυτό όχι τά έργα του φθόνου καί της φιλονεικίας, αλλά τά έργα της ομονοίας καί της αρετής. Γιατί, όταν κανείς βάλλει άλλο θεμέλιο εκτός από τόν Χριστό, τότε ακολουθούν αιρέσεις καί σχίσματα. «Θεμέλιον γάρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τόν κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός»[24].
Στήν Κόρινθο, επίσης, υπήρχε καί ένα άλλο κακό. Εκείνοι, πού ήταν χωρισμένοι καί είχαν χωριστούς διδασκάλους, κάθονταν σάν κριτές. Καί τούς μέν θεοσεβείς καί θεοφιλείς χριστιανούς, αμαθείς δέ, τούς κατεδίκαζαν καί έδιωχναν, τούς δέ κακίστους καί διεστραμμένους ανθρώπους τούς διάλεγαν γιά τήν ευγλωττία τους καί έδιναν τέτοιες ψήφους καί αποφάσεις μέ αυθάδεια˙ ο δείνα είναι άξιος, ο δείνα είναι καλύτερος από τόν δείνα καί ο δείνα είναι κατώτερος από τόν δείνα. Αυτές οι κρίσεις προξενούσαν μεγαλύτερες διχόνοιες καί σχίσματα στήν Κόρινθο. Γιά νά τούς εμποδίσει, λοιπόν, ο Απόστολος από τό νά κρίνουν, λέει˙ «εμοί δέ εις ελάχιστον εστιν ίνα υφ’υμών ανακριθώ ή υπό ανθρωπίνης ημέρας»[25]. Δηλαδή, εγώ έχω γιά ατιμία μου μεγάλη νά κριθώ μέ τελειότητα όχι μόνο από εσάς (τούς Κορινθίους), αλλά καί από κάθε άλλο ένδοξο καί υψηλό άνθρωπο. Συμπληρώνει ο άγιος Νικόδημος, λέγοντας ότι κανείς ας μήν κατηγορήσει τόν Απόστολο Παύλο ως υπερήφανο, ακούγοντας αυτά, γιατί δέν τά λέει αληθώς γιά τόν εαυτό του, επειδή κανένας δέν τόν έκρινε μέ τελειότητα, αλλά έβαλε τό πρόσωπό του, γιά νά διδάξει μέ αυτό τούς άλλους νά μήν κρίνουν[26].
Γιά όλους αυτούς τούς λόγους αποφασίζει ο Απόστολος νά στείλει τό αγαπητό του τέκνο Απόστολο Τιμόθεο, γιά νά τούς ενθυμίσει ότι περπατά (ο Απόστολος Παύλος) όχι φυσιωμένος καί υπερηφανευόμενος καθώς οι Κορίνθιοι, ούτε προξενώντας διχόνοιες καί σχίσματα στούς χριστιανούς, αλλά ότι όσες διδασκαλίες καί οικονομίες κάνει δέν έχουν κανένα ανθρώπινο, καινούριο ή νεώτερο φρόνημα, αλλά όλες είναι κατά Χριστόν καί κατορθώνονται μέ τήν βοήθεια καί τήν δύναμή Του[27].
Καθώς οι χριστιανοί εκείνοι, πού πίστευσαν στίς αρχές του κηρύγματος, είχαν όλα τά πράγματά τους κοινοβιάτικα καί έτρωγαν όλοι μαζί, έτσι, όχι κατ’ακρίβειαν, αλλ’όμως κατά κάποια μίμηση των χριστιανών εκείνων οι εν Κορίνθω χριστιανοί σέ κάποιες διορισμένες ημέρες, ίσως εορτάσιμες, είχαν συνήθεια, αφού μεταλάμβαναν τά θεία Μυστήρια, νά στήνουν κοινή τράπεζα, τίς λεγόμενες αγάπες, στούς έξω νάρθηκες της εκκλησίας καί νά τρώνε όλοι μαζί. Οι μέν πλούσιοι έφερναν τά φαγητά, οι δέ πτωχοί καί άποροι προσκαλούνταν από τούς πλουσίους καί φιλεύονταν. Εξαιτίας, όμως, των διχονοιών καί των σχισμάτων, πού είχαν μεταξύ τους οι Κορίνθιοι φθάρθηκε αυτή η θαυμαστή, φιλάδελφος καί φιλόσοφος συνήθεια καί δέν φυλάττονταν εξίσου από όλους. Ο Απόστολος Παύλος τούς επιπλήττει γιατί ήταν σχισμένοι καί χωρισμένοι ο ένας από τόν άλλο, γι’αυτό καί έτρωγε καθένας χωριστά. Επειδή αν ήταν ενωμένοι διά της αγάπης καί ομονοίας, δέν θά υπέφεραν νά τό κάνουν αυτό. Παρακάτω λέει˙ «δει γάρ καί αιρέσεις εν υμίν είναι, ίνα οι δόκιμοι φανεροί γένωνται εν υμίν»[28]. Σύμφωνα μέ τόν άγιο Νικόδημο τόν αγιορείτη, εδώ ο Απόστολος δέν εννοεί τίς αιρέσεις των δογμάτων της πίστεως, αλλά τίς αιρέσεις αυτών των σχισμάτων καί τίς φιλονεικίες, πού γίνονταν περί των κοινών τραπεζών. Ενδέχεται, λέει, νά υπάρχουν σχίσματα καί φιλονεικίες σ’εσάς (τούς Κορινθίους), είναι ανάγκη νά μήν ορθοποδείτε όλοι καί νά είσθε ομόφρονες σ’αυτή τήν υπόθεση, γιατί είσθε άνθρωποι ασθενούς φύσεως. Καί ο Κύριος είπε ότι «ανάγκη εστίν ελθείν τά σκάνδαλα»[29], δηλαδή είναι ανάγκη νά έλθουν τά σκάνδαλα μέσα στούς ανθρώπους. Σά νά λέει ότι, επειδή βρίσκονται καί κακοί άνθρωποι στόν κόσμο, είναι ανάγκη νά έλθουν τά σκάνδαλα από αυτούς. Επειδή, λοιπόν, οι πλέον υπερήφανοι από τούς Κορινθίους δέν καταδέχονταν νά συντρώνε μαζί μέ τούς πτωχούς, επακολούθησε νά φανερώνονται όσοι είναι δόκιμοι στήν αρετή, δηλαδή οι πτωχοί εκείνοι, πού υπέφεραν τήν καταφρόνηση των πλουσίων, διότι προηγουμένως δέν φαίνονταν η υπομονή καί η ανδρεία τους. Ως δόκιμοι, επίσης, μπορούν νά εννοηθούν καί όσοι δέν χάλασαν τήν καλή αυτή συνήθεια των κοινών τραπεζών, αλλά ακόμη τήν τηρούσαν[30].
  Οι χριστιανοί εκείνοι, πού πίστευαν στήν αρχή του κηρύγματος καί βαπτίζονταν, όλοι ελάμβαναν Άγιον Πνεύμα. Επειδή, όμως, τό Άγιον Πνεύμα είναι κατά τήν φύση Του αόρατο, δίδονταν σ’αυτούς, πού τό έπαιρναν ένα σημάδι αισθητό καί ορατό της ενεργείας Του. Γι’αυτό οι βαπτιζόμενοι ή λαλούσαν διάφορες γλώσσες ή προεφήτευαν ή έκαναν θαύματα. Στούς Κορινθίους, λοιπόν, γι’αυτά τά χαρίσματα υπήρχαν σχίσματα καί διχόνοιες, επειδή εκείνοι, πού ελάμβαναν μεγαλύτερα χαρίσματα, υπερηφανεύονταν κατά των άλλων, πού είχαν τά μικρά, καί αυτοί, πού ελάμβαναν τά μικρότερα χαρίσματα, λυπόνταν καί φθονούσαν αυτούς, πού είχαν τά μεγαλύτερα[31].
Ανασκευάζει, λοιπόν, ο Απόστολος τήν παραπάνω διχόνοια φέρνοντας ως παράδειγμα τά μέλη του ανθρωπίνου σώματος καί μέ μιά προσωποποιΐα τά σχηματίζει πώς μιλούν, σά νά ήταν λογικά, καί πώς γογγύζουν, γιατί μερικά από αυτά είναι κατώτερα από τά άλλα, έχοντας ως σκοπό, δείχνοντας παράλληλα πώς ο γογγυσμός αυτών των μελών είναι παράλογος, νά δείξει ακολούθως πώς καί ο γογγυσμός εκείνων των χριστιανών, πού γογγύζουν ότι άλλοι είναι από μόνοι τους μεγαλύτεροι στά χαρίσματα, είναι παρομοίως παράλογος καί έτσι νά τούς ντροπιάσει. Λέει, λοιπόν˙ «εάν είπη ο πους, ότι ουκ ειμί χείρ, ουκ ειμί εκ του σώματος, - ου παρά τούτο ουκ έστιν εκ του σώματος; Καί εάν είπη τό ους, ότι ουκ ειμί οφθαλμός, ουκ ειμί εκ του σώματος, - ου παρά τούτο ουκ έστιν εκ του σώματος»[32]; Φέρνει στό μέσον ο                Απόστολος Παύλος, όχι πώς γογγύζουν δύο μέλη, πού βρίσκονται στίς δύο άκρες του ανθρωπίνου σώματος, όπως είναι τό πόδι καί τό αυτί, ούτε λέει πώς τό πόδι μιλά μέ τό μάτι καί γογγύζει κατ’αυτού, αλλά πώς τό πόδι μιλά μέ τό χέρι, τό οποίο υπερέχει λίγο από τό πόδι, καί πώς τό αυτί μιλά μέ τό μάτι, γογγύζοντας κατ’αυτού, επειδή υπερέχει λίγο από τό αυτί. Αυτό τό κάνει ο Απόστολος, γιατί, όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, εμείς οι άνθρωποι πάντοτε έχουμε τή συνήθεια νά φθονούμε όχι εκείνους, πού είναι πολύ ανώτεροί μας, αλλά καί εκείνους πού υπερέχουν λίγο από εμάς.
Αν, λοιπόν, πει τό πόδι ότι, επειδή δέν είναι χέρι, ούτε είναι στό μέσο του σώματος, αλλά είναι πόδι καί κάτω από όλα, γι’αυτό δέν είναι καί τελείως μέρος του σώματος, μήπως γι’αυτό δέν είναι καί τελείως από τό σώμα ή μέρος του σώματος; Όχι, γιατί ο τόπος, δηλαδή τό μέσο ή τό άκρο του σώματος, δέν κάνει κάτι νά είναι μέρος του σώματος ή νά μήν είναι, αλλά εκείνο, πού κάνει κάτι μέρος του σώματος είναι η ένωσή του μέ όλο τό σώμα. Καθώς καί αντιθέτως, εκείνο, πού κάνει κάτι νά μήν είναι μέλος του σώματος, είναι ο χωρισμός από τό σώμα. Ομοίως καί τό αυτί, αν πει ότι, επειδή δέν είναι μάτι, ούτε είναι τελείως μέρος του σώματος, μήπως γι’αυτό δέν είναι από τό σώμα; Όχι, αλλά έχοντας κι αυτό τόν τόπο, πού τό διόρισε εξ αρχής ο Θεός, καί τήν δική του ενέργεια, είναι καί αυτό μέλος του σώματος. Ώστε κι εσύ, χριστιανέ, πού φαίνεσαι ότι έλαβες τό μικρότερο καί κατώτερο χάρισμα, μή γογγύζεις, γιατί είσαι κι εσύ μέρος του Σώματος της Εκκλησίας του Χριστού, παρ’όλο πού μπορεί νά έλαχες τόν κατώτερο τόπο καί τάξη. Όταν, όμως, σχίσεις καί διαχωρίσεις τόν εαυτό σου από τήν Εκκλησία καί τήν ενότητά της, τότε δέν είσαι μέλος του Σώματος της Εκκλησίας. Φύλαξε, λοιπόν, αυτήν τήν ένωση, αν θέλεις νά είσαι μέλος της Εκκλησίας του Χριστού[33].
Πιό κάτω συμβουλεύει τούς Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος˙ «τω υστερούντι περισσοτέραν δούς τιμήν (ο Θεός), ίνα μή η σχίσμα εν τω σώματι»[34]. Δέν είπε ότι ο Θεός έδωσε στό άτιμο καί άσχημο μέλος περισσότερη τιμή, επειδή αυτό καθ’εαυτό καί κατά τήν φύση του κανένα μέλος του σώματος δέν είναι άσχημο καί άτιμο, αλλά είπε ότι έδωσε τιμή σ’εκείνο τό μέλος, πού ήταν στερημένο από πολλή τιμή. Λοιπόν κι εσύ, πού έχεις τό μικρότερο χάρισμα καί τήν τιμή, πού απορρέει απ’αυτό, μή λυπάσαι, γιατί ο Θεός σέ τίμησε περισσότερο. Η αιτία γιά τήν οποία ο Θεός έδωσε περισσότερη τιμή στά μέλη, πού είναι στερημένα τιμής, είναι γιά νά μήν γίνονται σχίσματα καί χωρισμοί στό ένα σώμα. Γιατί, αν άλλα μέν μέλη του σώματός μας θεραπεύονταν καί τιμώνταν καί από τήν φύση καί από τήν δική μας επιμέλεια, άλλα δέ μέλη εκ του εναντίου δέν ελάμβαναν τιμή καί επιμέλεια ούτε από τήν φύση ούτε από εμάς, τότε βεβαίως αυτά θά χωρίζονταν τό ένα από τό άλλο καί θά υπέφεραν τόν φυσικό σύνδεσμο καί τήν ένωση, πού έχουν.            Εάν αυτά χωρίζονταν, βέβαια καί τά υπόλοιπα μέλη θά βλάπτονταν καί ολόκληρο τό σώμα θά σχιζόταν. Κι εσείς, λοιπόν, αδελφοί, πού έχετε τά μεγαλύτερα χαρίσματα, μήν υπερηφανεύεσθε καί μήν καταφρονείτε εκείνους, πού έχουν τά μικρότερα χαρίσματα, ώστε καί αυτοί νά μήν χωρισθούν από εσάς καί εσείς νά μήν βλαβείτε από τόν χωρισμό τους[35].   
Τέλος, τούς νουθετεί ˙ «πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω»[36], γιατί, όταν η αγάπη είναι στό μέσον, δέν υπάρχει βεβαίως ούτε υπερηφάνεια ούτε διχόνοια ούτε σχίσματα. Τούς ενώνει μέ τό άγιο φίλημα, δηλαδή τό άδολο καί ανυπόκριτο, ως αποτέλεσμα αυτής ενώσεως, αγάπης καί ομονοίας – «ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω»[37] - καί εν κατακλείδι τούς φοβερίζει μέ τό «ει τις ου φιλεί τόν Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα»[38], δηλαδή όποιος δέν αγαπά εν αληθεία τόν Κύριο, - γιατί, όταν δημιουργεί κανείς σχίσματα, δέν αγαπά τόν Κύριο - ας είναι αναθεματισμένος, δηλαδή χωρισμένος από τόν Κύριο.
Τούς ίδιους συμβουλεύει καί στήν Β΄ πρός Κορινθίους επιστολή του, λέγοντας˙ «τό αυτό φρονείτε, ειρηνεύετε»[39]. Γιατί, είναι δυνατόν νά φρονεί κάποιος τό εν καί τό αυτό μέ τόν άλλο κατά τά δόγματα καί τήν πίστη, αλλά νά μήν ειρηνεύει κατά τήν αγάπη καί πολιτεία. Ο Απόστολος Παύλος εδώ χρεωστικώς τούς ζητά νά έχουν καί τά δύο, δηλαδή νά είναι ομόφρονες κατά τήν πίστη καί ειρηνικοί μεταξύ τους κατά τήν αγάπη καί τήν ζωή[40].
Καί οι Γαλάτες μαστίζονταν από τά σχίσματα καί χωρίζονταν ο ένας του άλλου, γι’αυτό καί ο Απόστολος Παύλος πρεπόντως τούς ονομάζει πολλές Εκκλησίες - «ταις εκκλησίαις της Γαλατίας»[41]- καί όχι μία Εκκλησία. Μέ τό όνομα της Εκκλησίας τούς παρακινεί νά έλθουν σέ ένωση καί συμφωνία, επειδή εκείνοι, πού είναι σχισμένοι καί χωρισμένοι σέ πολλά μέρη δέν μπορούν νά ονομασθούν μέ τό όνομα αυτό της Εκκλησίας, γιατί Εκκλησία θά πει ένωση, συμφωνία καί συνάθροιση σέ ένα[42].
Απευθυνόμενος πρός τούς Κολασσαείς ο Απόστολος Παύλος, λέει ότι έχει μεγάλο αγώνα γιά νά μήν φρονούν διάφορα φρονήματα, αλλά γιά νά συμβιβασθούν καί νά ενωθούν όλοι οι χριστιανοί σέ μία πίστη καί σέ ένα δόγμα. Όχι, ομως, μέ ανάγκη καί διά της βίας, αλλά μέ αγάπη, γιατί τά αιρετικά δόγματα γεννούν καί σχίσματα καί χωρίζουν τούς ανθρώπους μεταξύ τους. «...αγώνα έχω... ίνα παρακληθώσιν αι καρδίαι αυτών, συμβιβασθέντων εν αγάπη»[43]. Στή συνέχεια χαίρεται πού βλέπει τήν ευταξία, πού έχουν, επειδή όχι μόνο δέν έπεσαν στήν απιστία, αλλά καί δέν συνέχεαν τήν τάξη καί στερεά πίστη τους. Στήν Εκκλησία του Χριστού η ευταξία είναι πού προξενεί καί τό στερέωμα στήν πίστη. Μαζί μέ τήν ευταξία κατορθώνει τό παν καί η αγάπη των χριστιανών, η οποία δέν αφήνει νά υπάρχουν σχίσματα ανάμεσά τους. «Χαίρων καί βλέπων υμών τήν τάξιν καί τό στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως υμών»[44].

9. Τρόπος αποδοχής των σχισματικών στήν Ορθόδοξη Εκκλησία

Σύμφωνα μέ τόν 5ο Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου «ει τίς πρεσβύτερος, ή διάκονος, καταφρονήσας του ιδίου επισκόπου, αφώρισεν εαυτόν της εκκλησίας καί ιδία συνήγαγε, καί θυσιαστήριον έστησε, καί του επισκόπου προσκαλεσαμένου απειθείη, καί μή βούλοιτο αυτώ πείθεσθαι, μηδέ υπακούειν καί πρώτον καί δεύτερον καλούντι, τούτον καθαιρείσθαι παντελώς καί μηκέτι θεραπείας τυγχάνειν, μηδέ δύνασθαι λαμβάνειν τήν εαυτού τιμήν. Ει δέ παραμένοι θορυβών καί αναστατών τήν εκκλησίαν διά της έξωθεν εξουσίας ως στασιώδη αυτόν επιστρέφεσθαι»[45].
Ο Κανών αυτός υποδεικνύει τήν μέθοδο επιστροφής των σχισματικών. Προηγείται η πρώτη καί δεύτερη πρόσκληση καί η κατ’ιδίαν νουθεσία από τόν επίσκοπο, ακολουθεί η επιβολή της καθαιρέσεως ως αναπόφευκτος, όπως επίσης καί ο σωφρονισμός του αμαρτάνοντος από τήν κοσμική εξουσία, σέ περίπτωση πού τό σκάνδαλο συνεχίζεται. Η επιστράτευση της κοσμικής εξουσίας δέν σημαίνει έλλειψη αγάπης, εφ’όσον αυτός, πού σκανδαλίζει τό πλήρωμα της Εκκλησίας, μπορεί νά περιορισθεί, νά αναχαιτισθεί καί νά σωφρονισθεί.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ οι επίσκοποι πράττουν κάθε τι πού είναι δυνατό γιά τήν επιστροφή των αιρετικών καί σχισματικών, δέν παραιτούνται από τίς θεμελιώδεις ορθόδοξες εκκλησιολογικές θέσεις καί μάλιστα καί τήν πίστη της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως της μόνης αληθινής Εκκλησίας, στήν οποία υπάρχει ασφαλής η σωτηρία μέσω των αγίων μυστηρίων, ούτε καί έρχονται σέ μυστηριακή ή συμπροσευχητική κοινωνία μέ αυτούς πρίν από τήν επιστροφή τους στήν Ορθοδοξία[46].

10. Ποιοί είναι οι Ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες

Στά πρωτοχριστιανικά χρόνια σχισματικοί ήταν οι Καθαροί, οι Εγκρατίτες, οι Σακκοφόροι καί οι Υδροπαραστάτες. Από τό 1924 σχισματικοί είναι οι Ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες, οι αυτοαποκαλούμενοι ως «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (Γ.Ο.Χ.), οι οποίοι κανονικά πρέπει νά ονομάζονται Ζηλωτές ή Δεκατριμερίτες καί οι οποίοι πρέπει νά διακρίνονται από τούς κανονικούς, τους σωστούς παλαιοημερολογίτες, όπως είναι τό Άγιον Όρος (εκτός από τήν Ι. Μ. Εσφιγμένου καί διάφορα ζηλωτικά κελιά), τό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων καί οι Σλαυϊκές Εκκλησίες (Σερβία, Βουλγαρία, Ρωσία καί Γεωργία). Οι Ζηλωτές, λοιπόν, έχουν διαιρεθεί καί χωρισθεί σέ διάφορες παρατάξεις καί ομάδες. Έτσι έχουμε τούς Ματθαιϊκούς, τούς Φλωρινικούς, τούς Χρυσοστομικούς, τούς Αρσενιάτες, κ.ά. Ζηλωτική είναι η Ι.Μ. Εσφιγμένου Αγίου Όρους καί ζηλωτικά είναι κάποια κελιά του Αγίου Όρους. Ζηλωτική, επίσης, είναι καί η Ι.Μ. Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στή Λυκόβρυση Αττικής, όλες οι εν Ελλάδι και εν εξωτερικώ αρχιεπισκοπές και μητροπόλεις, που τιτλοφορούνται ως  Γ.Ο.Χ. κ. ά.

11. Ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες ή Δεκατριμερίτες ή «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (Γ.Ο.Χ.)

Πρώτη βασική κακοδοξία των Ζηλωτών είναι η θεωρία ότι επιτρέπεται η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας ακόμη καί γιά μή δογματικούς λόγους. Η αντιπατερική αυτή θεωρία, πού αθετεί τήν ΑΒ΄ Σύνοδο του αγίου Μεγάλου Φωτίου (861), ανατινάσσει κυριολεκτικά τά εκκλησιολογικά θεμέλια του Σώματος του Χριστού καί οδηγεί σέ καθαρό Προτεσταντισμό. Οι Ζηλωτές, συνεχώς διασπώμενοι, ιδρύουν νέες «Εκκλησίες» (παρατάξεις) καί χειροτονούν πλήθος μητροπολιτών, μερικοί από τούς οποίους δέν έχουν στή δικαιοδοσία τους ούτε ένα ιερέα! Επίσης, Ζηλωτές κληρικοί καί λαϊκοί μεταπηδούν τακτικά κατά τό δοκούν από «Εκκλησία» σέ «Εκκλησία», ενώ πολλοί Ζηλωτές έχουν αποκηρύξει όλες τίς Ζηλωτικές «Εκκλησίες» καί έχουν μείνει τελείως ακέφαλοι. Οι διασπάσεις μάλιστα είναι τόσο πολλές, ώστε οι Ζηλωτές είναι κατ’αναλογίαν πολύ περισσότερο διασπασμένοι ακόμη καί από τους αιρετικούς Προτεστάντες.
Τήν θεωρία αυτή εφήρμοσε δύο φορές ο Ζηλωτής επίσκοπος Ματθαίος καί απεκήρυξε τούς δύο τότε ομόφρονές του αρχιερείς γιά επουσιώδη ζητήματα. Στή συνέχεια, εφόσον είχε μείνει ο «μοναδικός Ορθόδοξος επίσκοπος», χειροτόνησε μόνος του πολλούς επισκόπους (1948), παραβαίνοντας κάθε ιερό κανόνα[47]. Συνεπώς σήμερα οι ματθαιϊκές ομάδες ενέχονται όχι μόνο γιά τά σχίσματά τους, αλλά καί γιά ατελή χειροτονία.
Οι Ζηλωτές φυσικά προσπαθούν νά αποδείξουν ότι τό σχίσμα τους μέ τήν Εκκλησία είναι ζήτημα πίστεως, ενώ τά εσωτερικά τους σχίσματα είναι αθώα, επειδή οφείλονται σέ ανθρώπινα πάθη. Η δικαιολογία τους δέν είναι ορθή. Τά ανθρώπινα πάθη αποτελούν τήν αφορμή των διασπάσεών τους, τό αίτιο όμως είναι η αποδοχή του ανωτέρου κακοδόξου φρονήματος. Αλλά, καί αν δεχθούμε ότι μόνο οι ανθρώπινες αδυναμίες οδηγούν τούς Ζηλωτές στήν πολυδιάσπαση, αυτή καί μόνη είναι ικανή νά τούς καταδικάσει πλήρως. Κατά τόν ιερό Χρυσόστομο «ουδέν ούτω παροξύνει τόν Θεόν, ως τό Εκκλησίαν διαιρεθήναι... Διαμαρτύρομαι, ότι του εις αίρεσιν εμπεσείν τό τήν Εκκλησίαν σχίσαι ουκ έλαττόν εστι κακόν» καί μάλιστα, συμπληρώνει ο άγιος, αν μεταξύ των απεσχισμένων υπάρχει η ίδια πίστη (όπως δηλαδή συμβαίνει στίς αλληλοκαθηρημένες ζηλωτικές παρατάξεις).
Συνεπώς η κακόδοξη αυτή θεωρία των Ζηλωτών είναι κυριολεκτικά τό εκ διαμέτρου αντίθετο άκρο της αιρετικής «θεωρίας των κλάδων». Σύμφωνα μέ τήν «θεωρία των κλάδων», μπορούμε νά έχουμε διαφορετική πίστη, αλλά νά είμασθε ενωμένοι. Σύμφωνα μέ τήν «θεωρία των Ζηλωτών», μπορούμε νά έχουμε τήν ίδια πίστη, αλλά νά είμασθε χωρισμένοι! Τά άκρα συναντώνται!
Άλλη πεπλανημένη θεωρία των Ζηλωτών καί αφορμή μεγάλων διασπάσεών τους είναι η εξής : Ισχυρίζονται ότι μόλις κάποιος Ορθόδοξος κληρικός κηρύξει αιρετικά δόγματα ή κάποια Ορθόδοξη Εκκλησία διαπράξει κάποια παρανομία, εκπίπτουν αυτομάτως της θείας Χάριτος καί αποκόπτονται από τήν Εκκλησία. Φυσικά, κατά τήν Ορθόδοξη διδασκαλία, αυτό συμβαίνει μόνο κατόπιν συνοδικής εκδικάσεως καί κατακρίσεώς τους[48] ή όταν μόνοι τους εγκαταλείψουν τήν Ταμιούχο της θείας Χάριτος Ορθόδοξη Εκκλησία.
Βάσει της κακοδόξου αυτής θεωρίας οι Ζηλωτές θεωρούν ότι οι Εκκλησίες, πού άλλαξαν τό εορτολόγιο (1923-1924), βρέθηκαν αυτομάτως εκτός Εκκλησίας (καί σωτηρίας), ενώ τά Μυστήριά τους στερήθηκαν της θείας Χάριτος. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αποκόπηκε από τήν Εκκλησία, όταν καθαίρεσε τούς πρώτους Ζηλωτές αρχιερείς (1935), ενώ άλλοι ότι η αποκοπή συντελέσθηκε προοδευτικά. Άλλοι μας θεωρούν αιρετικούς καί εκτός Εκκλησίας από τό 1920, λόγω της διακηρύξεως της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Άλλοι θεωρούν ακόμη καί τούς Αγιορείτες ως εχθρούς του Θεού, εκτός Εκκλησίας καί σωτηρίας!
Η αποδοχή των αλληλοαναιρουμένων αυτών θεωριών οδηγεί τούς Ζηλωτές σέ πέλαγος αντιφάσεων καί τραγικό αδιέξοδο. Συγκεκριμένα, όταν η μεγάλη παράταξη των Φλωρινικών Ζηλωτών (πού είναι διαιρεμένοι σήμερα σέ επτά παρατάξεις) έμεινε χωρίς αρχιερέα (1955), έσπευσε νά λάβει χειροτονία από τήν Ρωσική Σύνοδο της Διασποράς (1960, 1962). Παραλείποντας τίς πολλές αντικανονικότητες της χειροτονίας τους, αναφέρουμε μόνο ότι η Ρωσική Σύνοδος :
α΄. Είχε ενορίες καί μέ τό ιουλιανό καί μέ τό νέο ημερολόγιο.
β΄. Είχε πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία μέ όλες τίς Εκκλησίες, πού ακολουθούσαν τό νέο ημερολόγιο καί μέ όλες τίς Εκκλησίες, πού συμμετείχαν στήν Οικουμενική Κίνηση καί ιδίως μέ τούς Αθηναγόρα Κωνσταντινουπόλεως καί Ιάκωβο Αμερικής, τούς οποίους οι Ζηλωτές θεωρούν αιρεσιάρχες.
γ΄. Δέν ήταν άμοιρη συμπροσευχών μέ αιρετικούς.
Οι Ζηλωτές, λοιπόν, έλαβαν χειροτονία εν γνώσει τους από «αιρετικούς καί εκτός Εκκλησίας» – κατά τίς θεωρίες τους – επισκόπους, ή έστω από αυτούς, πού επικοινωνούσαν πλήρως επί δεκαετίες μέ «αιρετικούς». Μάλιστα ο ένας από τούς δύο επισκόπους, πού τούς χειροτόνησαν, ακολούθησε τό νέο ημερολόγιο! Συνεπώς, σύμφωνα μέ τίς κακόδοξες θεωρίες τους περί αυτομάτου αποκοπής από τήν Εκκλησία καί απωλείας της θείας Χάριτος, όχι μόνο βλασφημούν τό Άγιον Πνεύμα καί τά Μυστήρια της Εκκλησίας μας, αλλά απαρνούνται καί τήν ίδια τους τήν χειροτονία, τήν οποία έλαβαν εσκεμμένα.
Τίθεται, λοιπόν, τό ερώτημα : Είμαστε ή δέν είμαστε (οι Ορθόδοξες Τοπικές Εκκλησίες) αιρετικοί από τό 1920; Αν δέν είμαστε, τότε οι Ζηλωτές οφείλουν νά επιστρέψουν εν μετανοία, διότι οι άγιοι Πατέρες απαγορεύουν αυστηρά τίς αποσχίσεις άνευ δογματικών λόγων. Αν είμασθε, τότε οι Ζηλωτές στερούνται χειροτονίας, εφόσον καταδέχθηκαν νά χειροτονηθούν από «αιρετικούς καί εκτός Εκκλησίας» επισκόπους. Σύμφωνα δέ μέ τόν Μ. Βασίλειο, αυτός, πού τόλμησε νά λάβει εσκεμμένα χειροτονία από τούς αιρετικούς, δέν είναι άξιος νά θεωρηθεί ποτέ ως Ορθόδοξος Επίσκοπος.  
Άλλο πεπλανημένο φρόνημα των Ζηλωτών, τό οπο~ιο κηρύσσεται κυρίως στήν πράξη, είναι ότι η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας μέ τούς αιρετικούς εφαρμόζεται μόνο στούς αιρετικούς κληρικούς καί σ’αυτούς όχι πλήρως. Συνεπώς κατά κανόνα οι Ζηλωτές:
α΄. Δέχονται τούς «αιρετικούς» νεοημερολογίτες λαϊκούς σέ συμπροσευχή στήν Εκκλησία καί τούς παρέχουν θεία Μετάληψη ή άλλα Μυστήρια καί αντίδωρο.
β΄. Προσκαλούν τούς «αιρετικούς» νεοημερολογίτες βουλευτές καί λοιπούς επισήμους στίς πανηγύρεις ή τελετές τους (π.χ. Θεοφάνεια) καί συναγωνίζονται ποιά παράταξη θά τιμηθεί από μεγαλύτερο αριθμό «αιρετικών» επισήμων.
γ΄. Συμπροσεύχονται καί μέ «αιρετικούς» κληρικούς. Ακόμη καί οι Αγιορείτες ακραιφνείς Ζηλωτές δέχονται στίς λειτουργίες τους τούς μή Ζηλωτές «αιρετικούς» κληρικούς, τούς παρέχουν τιμητική θέση καί τούς δίνουν αντίδωρο.
Επομένως τίθεται πάλι τό ερώτημα: Είμαστε αιρετικοί ή όχι; Αν είμαστε, τότε οι Ζηλωτές πρέπει νά καταδικάσουν όλες τίς ανωτέρω απαράδεκτες ενέργειες καί ιδίως νά μήν επιτρέπουν σέ κανένα «αιρετικό» νεοημερολογίτη λαϊκό νά εισέρχεται στούς ναούς τους (πράγμα ασύμφορο φυσικά). Οι Ζηλωτές βέβαια μπορούν νά αντιτάξουν ότι οι ανωτέρω ενέργειες αποτελούν εφαρμογή επαινετής «Οικονομίας». Μήπως όμως η εφαρμογή της «Οικονομίας» είναι αποκλειστικό δικαίωμα των Ζηλωτών καί όχι καί δικό μας, από τούς οποίους οι Ζηλωτές απαιτούν μόνο τήν                             «Ακρίβεια»;
Ο Οικουμενισμός των Ζηλωτών προεκτείνεται ακόμη περισσότερο. Οι Ενιστάμενοι επικοινωνούν – μέσω της Ρωσικής Διασποράς – μέ τό πατριαρχείο Σερβίας καί επομένως μέ τήν καθόλου «αιρετική» Εκκλησία. Πρό ετών δέ, δύο επίσκοποι της χρυσοστομικής παρατάξεως επικοινωνούσαν ολοφάνερα επί έτη μέ τό πατριαρχείο Ιεροσολύμων χωρίς καμμία επίσημη επιτίμηση από τούς ομόφρονές τους αρχιερείς.
Πολλή συχνή είναι καί η εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ κληρικών καί λαϊκών των ζηλωτικών παρατάξεων, αν καί αυτές αλληλοκατηγορούνται επίσημα ως συνονθύλευμα πλανεμένων ή ψευδοεκκλησίες, οι οποίες είναι εκτός Εκκλησίας, όπως οι Μονοφυσίτες, Παπικοί, Προτεστάντες ή άλλοι αιρετικοί! Θεωρούν μάλιστα τούς κληρικούς των άλλων παρατάξεων ως ψευδοκληρικούς χωρίς αποστολική διαδοχή, ιερωσύνη καί σωτηρία!
Εντελώς απαράδεκτες καί «οικουμενιστικές» είναι καί οι θεωρίες των Ενισταμένων, οι οποίοι, γιά νά δικαιολογήσουν τήν απόσχισή τους από τήν πλειονότητα των Ζηλωτών (πού δέχεται ότι είμαστε εκτός Εκκλησίας), έπεσαν στό αντίθετο άκρο καί υποστηρίζουν ότι οι Εικονομάχοι πρό της Ζ΄ Οικουμενικής (787) Συνόδου (καθώς καί εμείς πού είμαστε ακριβώς (!) όμοιοί τους) ήταν εντός Εκκλησίας καί τελούσαν έγκυρα μυστήρια! Στηρίζουν τήν άποψή τους αυτή στήν παρερμηνεία μερικών φράσεων των Πατέρων της Συνόδου αυτής. Αγνοούν, όμως, ότι πολλές φορές οι Πατέρες χρησιμοποιούν καταχρηστικά ορισμένες φράσεις – π.χ. «ένωσις των Εκκλησιών» Ορθοδόξων καί Παπικών - χωρίς φυσικά νά εννοούν ότι οι αιρετικοί βρίσκονται εντός Εκκλησίας ή έχουν έγκυρα μυστήρια. Παραβλέπουν επίσης τελείως τούς αλλεπαλλήλους αναθεματισμούς πολλών Τοπικών Συνόδων των Ορθοδόξων Πατριαρχείων (726-729) κατά των Εικονομάχων (τό «ανάθεμα» αλλοτριώνει καί αποτέμνει της [ Εκκλησίας) καί θεωρούν ότι οι μή Οικουμενικές αυτές σύνοδοι δέν απέκοψαν (δήθεν) τούς Εικονομάχους από τήν Εκκλησία.
Έπειτα από τήν συνοπτική αυτή έκθεση ορισμένων ζηλωτικών θεωριών καθίστασται φανερό ότι ο σύγχρονος Ζηλωτισμός δέν είναι απλά μία εκκλησιολογική παρέκκλιση, αλλά αποτελεί σύμπλεγμα αλληλοαναιρουμένων εκκλησιολογικών κακοδοξιών, τό οποίο τείνει νά μετατραπεί σέ αίρεση.
Οι Ζηλωτές παραποιούν τόν 15ο Κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου. Οι Πατέρες της ΑΒ΄ Συνόδου (861), θέλοντας νά δώσουν ένα τέλος στά σχίσματα, πού συνετάραξαν τήν Εκκλησία κατά τόν η΄ καί θ΄ αιώνα, νομθέτησαν τούς κανόνες ιγ΄- ιε΄, μέ τούς οποίους απαγόρευαν αυστηρά στούς Ορθοδόξους νά διακόπτουν τήν εκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς εκκλησιαστικώς προϊσταμένους τους πρό συνοδικής κρίσεώς τους. Γιά νά μήν εννοηθεί, όμως, ότι διά της απαγορεύσεως αυτής αφαιρείται τό δικαίωμα των Ορθοδόξων νά διακόπτουν τήν επικοινωνία πρό συνοδικής κρίσεως από όσους κηρύττουν κάποια αίρεση καί μέ τόν τρόπο αυτό καταδικάζονται καί παλαιότερες αποσχίσεις Ορθοδόξων γιά λόγους πίστεως, οι σοφοί Πατέρες έθεσαν στό τέλος του ιε΄ κανόνος τήν εξής επεξήγηση : Στά επιτίμια των κανόνων δέν υπόκειται, όποιος αποσχίζεται πρό συνοδικής κρίσεως από επίσκοπο, πού κηρύσσει κάποια αίρεση δημοσία και γυμνή τη κεφαλή, η οποία να είναι κατεγνωσμένη υπό Συνόδου ή υπό Πατέρων˙ αντιθέτως είναι αξιέπαινος.
Τήν εξήγηση αυτή οι Ζηλωτές τήν έχουν ερμηνεύσει ως υποχρεωτικό κανόνα γιά άμεση απόσχιση από τούς επισκόπους, μόλις αυτοί κηρύξουν οποιοδήποτε κακόδοξο φρόνημα. Μέ τόν τρόπο αυτό δικαιολογούν τό σχίσμα τους λόγω του Οικουμενισμού, ενώ μερικοί θεωρούν αίρεση ακόμη καί τό νέο ημερολόγιο. Άλλοι τολμούν νά παραποιούν τό νόημα του κανόνος αυτού, ενώ άλλοι, όταν θέλουν νά αλλάξουν παράταξη, ερευνούν τίς ομιλίες των επισκόπων τους καί, μόλις συναντήσουν κάποιες αθεολόγητες φράσεις, τούς αποκηρύσσουν αμέσως ως αιρετικούς!
Φυσικά οι σοφοί Πατέρες της ΑΒ΄ Συνόδου σκόπευαν μόνο νά περιορίσουν τά αδικαιολόγητα σχίσματα καί όχι νά επιβάλουν μία ζηλωτικού τύπου εκκλησιαστική ασυδοσία. Αν είχαν τέτοιο σκοπό, θά έλεγαν στήν αρχή του ιγ΄ κανόνος «όποιος δέν αποσχίζεται αμέσως από τόν αιρετικό ποιμένα του, θά επιτιμάται». Έτσι, όμως, θά κατέκριναν τούς αγίους Σωφρόνιο καί Μάξιμο, πού επικοινωνούσαν κατ’οικονομίαν επί έτη μέ αιρετικούς, τόν άγιο Ανατόλιο, πού επικοινωνούσε καί χειροτονήθηκε από τόν αιρετικό Διόσκορο καί άλλους Πατέρες. Άξιοι κατακρίσεως θά ήταν καί οι Ορθόδοξοι πατριάρχες, πού επικοινωνούσαν κατ’οικονομίαν μέ τούς Λατίνους έως τό 1054, αν καί αυτοί είχαν προσθέσει τό Filioque στό Σύμβολο της Πίστεως από τό 1009. Κατά τήν ερμηνεία των Ζηλωτών, κατακριτέοι είναι καί όσοι Ορθόδοξοι δέν αποσχίσθηκαν από τούς Λατινόφρονες, Ενωτικούς (Οικουμενιστές) καί Σιμωνιακούς[49] κατά τήν β΄ χιλιετία[50].
Τoν τελευταίο αιώνα άρχισε να λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή στους κόλπους της Εκκλησίας μία νεωτεριστική τάση, στοιχεία της οποίας παρατηρούνταν και παλαιότερα και μία έντονη προσπάθεια προσεγγίσεως διαφόρων αιρετικών. Μία από τις πολλές παραφωνίες, που σημειώθηκαν, ήταν και η διόρθωση του ημερολογίου (1923-1924), η οποία αποτέλεσε και την αφορμή της αποσχίσεως των Ζηλωτών από την Εκκλησία. Θα ήταν βεβαίως ευχής έργον να είχε μείνει αναλλοίωτο το ημερολόγιο και όλοι οι Ορθόδοξοι να εορτάζουμε ενωμένοι.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε ότι η αλλαγή του ημερολογίου, που επιβλήθηκε από τον πάπα Ρώμης Γρηγόριο, για να διασπασθούν οι Ορθόδοξοι, ήταν ένα από τα πρώτα βήματα εφαρμογής της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και ότι το σωστό ημερολόγιο είναι το παλαιό, το πάτριο. Παρ’όλ’αυτά η αλλαγή του ημερολογίου δεν είναι θέμα πίστεως και δόγματος, όπως κακώς θεωρούν οι Ζηλωτές, αλλά απλώς είναι θέμα χρόνου. Τον Θεό δεν τον ενδιαφέρει ο χρόνος, αν εορτάζουμε δεκατρείς ημέρες μπροστά ή πίσω, γιατί Αυτός είναι υπεράνω χρόνου, υπέρχρονος. Σε μία ευχή της Εκκλησίας λέμε : «Ο εν παντί καιρώ και χρόνω προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός…».  Γι’αυτό και ο θείος Χρυσόστομος στον λόγο του «εις τους τα πρώτα Πάσχα νηστεύοντας» λέει˙ «Χρόνων ακρίβειαν και ημερών παρατήρησιν δεν ηξεύρει η του Χριστού Εκκλησία. Επειδή όσαις φοραίς τρώγει τον ζωοποιόν άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνει, καταγγέλλει τον θάνατον του Κυρίου και Πάσχα επιτελεί»[51].
Η Εκκλησία της Ελλάδος πριν προχωρήσει στην αλλαγή του ημερολογίου, έθεσε το θέμα υπ’όψιν και προς εξέτασιν και συζήτησιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αφού το θέμα ερευνήθηκε, αποφασίσθηκε να προχωρήσει η Εκκλησία της Ελλάδος στην αλλαγή του ημερολογίου, χωρίς όμως να διαταραχθεί ή να διακοπεί η εκκλησιαστική κοινωνία με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η μεν Εκκλησία της Ελλάδος αντιμετώπισε το θέμα, εφαρμόζοντας τη Συνοδικότητα και τηρώντας το Συνοδικό Πολίτευμα της Εκκλησίας. Δεν θα ήταν δυνατόν άλλωστε και ούτε προς το συμφέρον της Εκκλησίας να διασαλευθεί η ενότητα για ένα θέμα ήσσονος σημασίας, όπως το θέμα του χρόνου. Οι δε Ζηλωτές δεν εφείσθησαν της ενότητος της Εκκλησίας, γι’αυτό αποκόπηκαν και αποσχίσθηκαν μόνοι τους, χωρίς Συνοδική διαγνώμη, από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία, ιδρύοντας δικές τους «εκκλησίες», μιμούμενοι την αίρεση του Προτεσταντισμού, όπου εκεί κάθε προτεστάντης είναι και μία «εκκλησία» και ένας πάπας από μόνος του.
Επομένως, το σχίσμα των Ζηλωτών δεν είναι θέμα ημερολογίου, αλλά είναι θέμα εκκλησιαστικής κοινωνίας. Και όταν λέμε εκκλησιαστική κοινωνία εννοούμε την ενότητα στη πίστη, στη λατρεία, στη διοίκηση και στο κοινό ποτήριο. Με τους Ζηλωτές η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν έχει εκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή ενότητα διοικήσεως και κοινού ποτηρίου.
Οι Ζηλωτές κατηγορούν τους νεοημερολογίτες, επειδή ακολουθούν το νέο γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο έφτιαξε ο αιρετικός πάπας Ρώμης Γρηγόριος. Όμως και το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιο δεν το έφτιαξε κάποιος ορθόδοξος, αλλά ένας ειδωλολάτρης, ο Ιουλιανός.
Τρεις μεγάλες σύνοδοι κατέκριναν στο τέλος του ιστ΄ αιώνος το γρηγοριανό ημερολόγιο. Ο ιστορικός Φ. Βαφείδης μιλά περί «της κατά το έτος εκείνο (1583) συγκροτηθείσης εν Κων/λει συνόδου, ήτις κυρίως καταδικάζει το γρηγοριανόν ημερολόγιον, διότι κατ’αυτό συμβαίνει να εορτάζωμεν τοις Ιουδαίοις, όπερ εναντίον τη εν Νικαία συνόδω». Οι Ζηλωτές, όταν αναφέρουν την ανωτέρω φράση, τοποθετούν την τελεία στη λέξη ‘ημερολόγιο’ και παραλείπουν τα υπόλοιπα! Έτσι, όμως, φαίνεται ότι κύριο έργο της συνόδου ήταν η καταδίκη του γρηγοριανού ημερολογίου.
Ο ιστορικός βέβαια δεν λέει αυτό. Λέει ότι κύριος λόγος της καταδίκης του γρηγοριανού ημερολογίου ήταν ο συνεορτασμός με τους Ιουδαίους, δηλαδή η τροποποίηση του Πασχαλίου, η οποία ποτέ δεν έγινε και ελπίζουμε ότι ποτέ δεν θα γίνει. Το νόημα της ολοκληρωμένης φράσεως αφαιρεί από τους Ζηλωτές το έρεισμα του σχίσματος, εφόσον η αλλαγή μόνο του εορτολογίου δεν θίγει τον δογματικό όρο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου και επομένως δεν αποτελεί αίρεση.
Βάσει, λοιπόν, των αυστηροτάτων κανόνων της ΑΒ΄ συνόδου και ιδίως του ιε΄, που οι Ζηλωτές διαρκώς επικαλούνται, το ημερολογιακό σχίσμα ήταν τελείως αντικανονικό. Οι περισσότεροι μάλιστα Ζηλωτές κηρύττουν ότι όλοι όσοι δέχθηκαν το νέο ημερολόγιο ή επικοινωνούν με τους νεοημερολογίτες εξήλθαν της Εκκλησίας και έχασαν την θεία Χάρη! Βεβαίως οι Ζηλωτές δεν ήταν και τόσο αφελείς, όσο τουλάχιστον τους παρουσίαζε η αλλόκοτη εκκλησιολογία τους. Γνώριζαν ότι δεν είχαν δογματικό έρεισμα και έπρεπε πάση θυσία να βρεθεί.
Σ’αυτό δυστυχώς τους βοήθησαν όσοι προώθησαν τον λεγόμενο συγκρητιστικό Οικουμενισμό μέσω των οικουμενιστικών διαλόγων, του υπερβολικού πόθου για ένωση με τους αιρετικούς, των μεταδόσεων μυστηρίων σ’αυτούς, των μεμονομένων περιπτώσεων αναγνωρίσεως ως εγκύρων των μυστηρίων τους, της παραδοχής εκκλησιαστικού χαρακτήρος στις ομολογίες τους, των συμπροσευχών και άλλων κανονικών παραβάσεων.
Οι Ζηλωτές, λοιπόν, ονόμασαν τους υπευθύνους των ανωτέρω ενεργειών αιρετικούς και έτσι βρέθηκε το ποθητό έρεισμα, έστω και καθυστερημένα. Γι’αυτούς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το σχίσμα έγινε μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Το σημαντικό είναι ότι βρέθηκε το έρεισμα! Χαίρονται, επίσης, που απαλλάχθηκαν και μια ώρα νωρίτερα από τους Οικουμενιστές. Πάντως οι Πατέρες εφάρμοσαν πολλές φορές σε εποχές κηρυττομένης αιρέσεως την επαινετή Οικονομία προς τους αιρετικούς, για να τους βοηθήσουν να αλλάξουν φρονήματα. Δεν έκαναν, όμως, ποτέ σχίσματα εκ διορατικής ικανότητος.
Δυστυχώς για τους Ζηλωτές, πρέπει να τονισθεί ότι οι ανωτέρω κανονικές παραβάσεις, όσο κι αν είναι θλιβερές και ανησυχητικές, δεν αποτελούν αυτές καθαυτές αίρεση. Συνιστούν «εγκλήματα» κατά τους κανόνες της ΑΒ΄ συνόδου και παραβάσεις των ιερών κανόνων, αλλά όχι αίρεση. Όρος διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας είναι η ένωση με τους αιρετικούς και όχι η ύπαρξη Ενωτικών και Λατινοφρόνων ή οι κινήσεις προς την ένωση και τους διαλόγους.
Αλλά και οι σποραδικές, ανεπίσημες και άνευ ουδεμιάς συνοδικής αναγνωρίσεως κακόδοξες δηλώσεις, συμφωνίες ή θεωρίες μεμονωμένων Οικουμενιστών δεν συνιστούν σε καμμία περίπτωση επίσημη διακήρυξη αιρέσεως. Άλλωστε ακόμη και οι πιο ακραιφνείς Ζηλωτές διδάσκουν ότι οι σποραδικές διακηρύξεις της αιρέσεως του Filioque (τό οποίο κηρύττονταν επί αιώνες και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την προτεσταντική θεωρία των κλάδων) δεν αποτέλεσαν αφορμή σχίσματος. Εφόσον, λοιπόν, οι ετεροδιδασκαλίες αυτές δεν έχουν αναγνωρισθεί ή παγιωθεί, δεν αποτελούν αιτία σχίσματος. Επιβάλλεται, βεβαίως, διαρκής και μεγάλος αγώνας της Εκκλησίας για την εξάλειψη ή τον περιορισμό τους, ώστε τελικώς να παύσει και η Οικουμενιστική πρακτική, που προέρχεται απ’αυτές.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, αν και ήταν λάτρης της Ακριβείας, εφάρμοζε την Οικονομία, όταν επρόκειτο περί σχισμάτων και εφόσον δεν υπήρχε επισήμως κηρυττομένη αίρεση. Δίδασκε ότι, όταν οι αρχιερείς ή οι ιερείς παρανομούν, πρέπει να αγωνιζόμασθε να τους πείσουμε να γίνεται το θέλημα του Θεού, χωρίς, όμως, να κάνουμε σχίσματα αφανιστικά των ψυχών μας[52].
Αλλά και άλλοι Πατέρες, όπως οι άγιοι Μάρκος, Αθανάσιος Πάριος, Μελέτιος Γαλησιώτης, Βρυέννιος, Μακάριος Πάτμιος αγωνίσθηκαν μεν κατά των λατινοφρόνων και λοιπών κακοδοξιών, αλλά δεν διέκοπταν την μετ’αυτών εκκλησιαστική κοινωνία. Αυτό το έπραξαν μόνο εξ αιτίας των δύο ενώσεων (1274 και 1439) ή σε περιπτώσεις προφανών αιρετικών (π.χ. Ιωάννου Καλέκα). Δεν προσχώρησαν στις τοτε υπάρχουσες παρεκκλησιαστικές ζηλωτικές ομάδες (Αρσενιάτες) ούτε ίδρυσαν ‘Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.’, επειδή ορισμένοι σύγχρονοί τους δεν διέθεταν Ορθόδοξη ευαισθησία, συμπροσεύχονταν με αιρετικούς και αναγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα αυτούς και τα μυστήριά τους, προσβάλλοντας έτσι την εκκλησιολογική, μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αντιθέτως, έκαναν υποδειγματικό αγώνα, για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την παπική προπαγάνδα, η οποία οργίαζε με σκοπό την αποπλάνηση των απλουστέρων. Τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν απολύτως την στάση μας, την στιγμή μάλιστα που δεν κηρύσσεται επισήμως και ανεγνωρισμένως καμμία αίρεση.
Πιστεύουμε ότι έγινε σαφής η ασυνέπεια των Ζηλωτών, που εξισώνουν την αλλαγή του ημερολογίου με τον Οικουμενισμό.
Οι Ζηλωτές έχουν υποπέσει σε πλήθος αντιφάσεων, από τις οποίες είναι αδύνατο να ελευθερωθούν, εφόσον εμμένουν στις θέσεις τους. Συγκεκριμένα:
α΄. Όταν θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για το ημερολόγιο (1924) ή κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα (περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες δεν υπάρχει αίρεση), επικαλούνται τα στουδιτικά σχίσματα (τα οποία δικαιολογούσαν σχίσμα και για παραβάσεις κανόνων) ή τον 31ο Αποστολικό κανόνα (ο οποίος επιτρέπει σχίσμα για λόγους «ευσεβείας καί δικαιοσύνης»), με το να παρερμηνεύουν την λέξη «δικαιοσύνη».
β΄. Όταν, όμως, θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για τον Οικουμενισμό ή να αποτρέψουν κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα, τότε επικαλούνται τον 15ο κανόνα της ΑΒ΄ συνόδου (ο οποίος επιτρέπει το σχίσμα μόνο για λόγους αιρέσεως).
Βεβαίως η επίκληση τόσο των στουδιτικών σχισμάτων και του 31ου αποστολικού, όσο και του 15ου της ΑΒ΄ δημιουργεί τεράστια αντίφαση, διότι ο 15ος Κανόνας θεσμοθετήθηκε μόνο και μόνο για να αποτρέψει τα στουδιτικά σχίσματα και συγχρόνως να ερμηνεύσει τον 31ο αποστολικό κανόνα.
Οι αντιφάσεις αυτές προκαλούν τον τεμαχισμό των Ζηλωτών, οι οποίοι έχουν διασπασθεί σε εννέα                   Εκκλησίες Γ.Ο.Χ. Ο κατατεμαχισμός αυτός μας καθιστά πάρα πολύ επιφυλακτικούς στην εφαρμογή της διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Μας προτρέπει, επίσης, να εξαντλήσουμε κάθε όριο πατερικά τεκμεριωμένης και νομίμου εκκλησιαστικής Οικονομίας, δεδομένου ότι και οι ασυγκράτητοι Φιλενωτικοί ενδέχεται να κατανοήσουν το ασύμφορο και αδύνατο των επιδιώξεών τους.
Κατακλείουμε, επισημαίνοντας ότι : α) όσοι ακολουθούν τον Ζηλωτικό Παλαιοημερολογητισμό έχουν αποστεί του Σώματος της Εκκλησίας και έχουν εκπέσει στον χώρο του περιπαίγματος του αλάστορος εχθρού, β) εκτός του Σώματος της Εκκλησίας δεν υφίσταται και δεν λειτουργεί η Ζωοποιός Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, γ) δεν είναι δυνατόν η Θεία Χάρις και ο Τρισυπόστατος Θεός της αληθείας, της αρμονίας και της ενότητος να αναπαύεται με την πολυδιάσπαση και τον πολυκερματισμό των παρατάξεων των «Γ.Ο.Χ.», οι οποίες δεν έχουν καμμία κοινωνία μεταξύ τους, ενώ κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η σχάσις, δ) όσοι από τους Ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες υποστηρίζουν πως έχουν την Ιερωσύνη από τη Ρωσική Διασπορά, φαίνεται ότι αγνοούν τις προβλέψεις των Ιερών Κανόνων, ε) υπάρχουν πολλά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι καθηρημένοι κληρικοί της Εκκλησίας, εξ αιτίας ηθικών και άλλων παραπτωμάτων, κατέφυγαν στις παρατάξεις του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογητισμού, όπου εκεί «χειροτονήθηκαν» και προήχθησαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα, και στ) οι εκτός Εκκλησίας τελούντες  Ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες βρίσκονται σε πλάνη, γι’αυτό είναι αναγκαία η ανάνηψη, η μετάνοια και η επιστροφή τους στους κόλπους της σωστικής κιβωτού, της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας[53].
Για όλ’αυτά θεωρούμε ότι, όποιος προσχωρεί στο σχίσμα των Ζηλωτών, για να πολεμήσει τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό, διαπράττει σοβαρό σφάλμα ενώπιον του Θεού, του εαυτού του και ιδίως των υγιώς αγωνιζομένων κατά του συγκρητιστικού Οικουμενισμού, που έχουν ανάγκη ενισχύσεως. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι, σύμφωνα με τον μακαριστό γέροντα αρχιμανδρίτη πατέρα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός είναι τα δύο άκρα. Η Ορθοδοξία βρίσκεται εις το μέσον, χωρίς να ασπάζεται τις υπερβολές και τα άκρα. Όποιος επιθυμεί να αγωνισθεί κατά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, ωφείλει να παραμείνει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, για να πολεμήσει τους οικουμενιστές εκ των έσω. Αυτό που θέλουν οι οικουμενιστές είναι να φύγουν οι υγιώς αγωνιζόμενοι κατά του Οικουμενισμού από την Εκκλησία, για να μπορούν ελεύθερα και ανεξέλεγκτα να κινούνται, και να παρουσιάζουν όσους υγιώς αγωνίζονται κατά του Οικουμενισμού ως σχισματικούς και εκτός Εκκλησίας, οπότε και ο λόγος τους δεν θα έχει τόσο μεγάλη ισχύ. Τους Ζηλωτές τους αγαπάμε και ευχόμασθε ο Θεός να τους φωτίσει να ενταχθούν στην Εκκλησία, η οποία θα τους επιτρέψει να ακολουθούν και το παλαιό ημερολόγιο, όπως έγινε και σε παλαιότερες περιπτώσεις. Είμασθε σίγουροι ότι η Εκκλησία θα εξαντλήσει κάθε Οικονομία για την επανένταξή τους και θα μεριμνήσει πρωτίστως γι’αυτούς, εφόσον άλλωστε δεν πρόκειται περί αιρετικων[54].



[2]  ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον της νοητής νηός της Μιάς, Αγίας,Καθολικής καί  Αποστολικής των Ορθοδόξων Εκκλησίας, ήτοι άπαντες οι ιεροί καί θείοι κανόνες, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2003. σσ. 587-589.
[3] Ό. π., σ. 33.
[4] Ό. π., σ. 587.
[5] Ό.π., σσ. 368-371.
[6] Ό. π., σ. 52.
[7] Ό. π., σ. 433.
[8] Πρβλ. λα΄ Αποστ., ι΄, ια΄ Καρθ., ιγ΄, ιδ΄, ιε΄ της ΑΒ΄ καί στ΄ Γάγγρ.
[9] Ό.π., σσ. 357-358.
[10]  Ό.π., σ. 469.
[11] Ό. π., σσ. 536-537.
[12] Ρωμ. 15, 7.
[13] Του ιδίου, Ερμηνεία εις τάς ΙΔ΄ επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 333.
[14] Ρωμ. 16, 17.
[15] Ρωμ. 16, 20.
[16] Ό. π., σσ. 355-357.
[17] Ό.π., σσ. 361-362. 
[18] Α΄ Κορ. 1, 3.
[19] Α΄ Κορ. 1, 10.
[20] Α΄ Κορ. 1, 12-13.
[21] Ό. π., σσ. 366, 370, 373.
[22] Α΄ Κορ. 3, 3.
[23] Ό. π., σ. 403.
[24] Α΄ Κορ. 3, 11. Σχ.βλ. ό. π., σ. 407.
[25] Α΄ Κορ. 4, 3.
[26] Ό.π.,  σ. 417.
[27] Ό. π., σ. 429.
[28] Α΄ Κορ. 11, 19.
[29] Ματθ. 18, 7.
[30] Ό. π., σσ. 553-556.
[31] Ό.π., σ. 570.
[32] Α΄ Κορ. 12, 15-16.
[33] Ό. π., σσ. 584-585.
[34] Α΄ Κορ. 12, 25.
[35] Ό.π., σσ. 589-590.
[36] Α΄ Κορ. 16, 14.
[37] Α΄ Κορ. 16, 20.
[38] Α΄ Κορ. 16, 22.
[39] Β΄ Κορ. 13, 11.
[40] Του ιδίου, Ερμηνεία εις τάς ΙΔ΄ επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τ. Β΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 231.
[41] Γαλ. 1, 2.
[42] Ό. π., σ. 243.
[43] Κολ. 2, 2. Σχ.βλ. ό. π., σ. 662.
[44] Κολ. 2, 5. Σχ.βλ. ό. π., σ. 665.
[45] Ό. π., σ. 410.
[46] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Η ποιμαντική διακονία κατά τούς  Ιερούς Κανόνας, εκδ. Άθως, Αθήνα 2003, σσ. 160, 165.
[47] α΄ Αποστολικός, δ΄ της Α΄, γ΄ της Ζ΄.
[48] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 4-5, 696.
[49] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 238.
[50] ΙΕΡΟΔ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Οι εκκλησιολογικές κακοδοξίες του ζηλωτικού παλαιοημερολογιτισμού, Άγιον Όρος 2001, σσ. 21-28, 39-41.
[51] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος εις τους τα πρώτα  Πάσχα νηστεύοντας, PG 47-64.
[52] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Περί της συνεχούς μεταλήψεως των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων,εκδ.Ν. Παναγόπουλος, Αθήναι 1991, σ. 176.
[53] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ  ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ορθόδοξος Τύπος 12-6-2009, σσ. 1, 5.
[54] ΜΟΝ.    54 ] ΜΟΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Αντιπατερική η στάση του ζηλωτικού παλαιοημερολογιτισμού, Άγιον Όρος 2000, σσ. 14-16, 26-29. Επίσης βλ. ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Tά δύο άκρα ˙ Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός, εκδ. Ιερόν  Ησυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Αθήνα 1997 και ΑΡΧΙΜ. ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον.

5 σχόλια:

  1. Αντιοικουμενιστής4 Οκτωβρίου 2012 στις 10:11 π.μ.

    Αρκετά εμπεριστατωμένη η παρουσίαση του "παλαιοημερολογιτικού ζητήματος" από τον πρωτοπρεσβύτερον Αγγελακόπουλον Άγγελον. Από το όλον κείμενον το αξιολογότερον μέρος κρίνεται το ακροτελεύτιον: "Τους Ζηλωτές τους αγαπάμε και ευχόμασθε ο Θεός να τους φωτίσει να ενταχθούν στην Εκκλησία, η οποία θα τους επιτρέψει να ακολουθούν και το παλαιό ημερολόγιο, όπως έγινε και σε παλαιότερες περιπτώσεις. Είμασθε σίγουροι ότι η Εκκλησία θα εξαντλήσει κάθε Οικονομία για την επανένταξή τους και θα μεριμνήσει πρωτίστως γι’αυτούς, εφόσον άλλωστε δεν πρόκειται περί αιρετικών" Οι παλαιοημερολογίται ούτε εναντίον του Έθνους τάχθηκαν ποτέ, ούτε εναντίον της Ορθοδόξου ημών πίστεως. Θα ήτο δυνατόν να μην υπάρχει αλλαγή του Εκκλησιαστικού εορτολογίου και ημερολογίου, ασχέτως εάν το πολιτικόν ημερολόγιον ηκολούθησε το Γρηγοριανόν. Ουδένα σχίσμα θα υπήρχε εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Οι λεγόμενοι διάλογοι της δήθεν ψευδαγάπης και της υποκρισίας με παπικούς, αντιχαλκηδονίους, προτεστάντας κ.λπ. θα έπερεπε να είναι διάλογοι ουσιαστικής αγάπης και ενδιαφέροντος με τους Έλληνας παλαιοημερολογίτας. Το σχίσμα τούτο μας θλίβει βαθύτατα και παρακαλούμε ικετευτικώς τον Άγιον Τριαδικόν Θεόν να το άρει ταχέως...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΠΟΛΥΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ5 Οκτωβρίου 2012 στις 12:52 μ.μ.

    Ολοι όσοι με τόσο μεγάλη ευκολία αποφαίνεσθε, ότι οι " Παλαιοημερολογίτες " είναι Σχισματικοί, εκτός Εκκλησίας, εκτός Μυστηρίων και Ιερωσύνης, σκεφθείτε μόνο ένα πράγμα, εάν σφάλλετε ,εάν κάπου οι συλλογισμοί σας έχουν πέσει έξω από την αλήθεια, Ποιόν άραγε στην ουσία υβρίζετε τους Παλαιοημερολογίτες ή Τον ίδιο τον Κύριο της Εκκλησίας που προσφέρει και προσφέρεται και μάλιστα τον βλασφημείτε με τόσο θράσος κλέβοντας την δική Του αλάνθαστη κρίση. Η απάντηση στις θεολογικές σας αναλύσεις είναι το ρηθέν από τον Κύριό μας προς την Μάρθα, ότι η Μαρία εξέλεξε την αγαθή μερίδα και αυτή η μερίδα δεν βρίσκεται με την λογική, αλλά με την Χάρι και την καρδιά και αυτά ο Χριστός μας τα χαρίζει μόνο στους καλοπροαίρετους σε εκείνους που πάντα ζητούν το Φώς Του και όχι σε αυτούς που στηριζόμενοι στις γνώσεις και τον νού τους αποφαίνονται, σαν να τα ξέρουν όλα τόσο εύκολα, ακόμη και αν είναι Μυστήρια της αγάπης του Θεού

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο πρωτοπρεσβύτερος αντιγράφει τον π. Βασίλειο Παπαδάκη, ο οποίος αντιγράφει τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος αντιγράφει τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Τα ίδια και τα ίδια. Έχουν αναιρεθεί προ πολλού. Πόσες φορές πρέπει να τα λέμε.
    Οι αντιδράσεις αυτές ενάντια στους Ζηλωτές γίνονται σήμερα μόνο και μόνο για έναν λόγο: τον οικονομικό. Γιατί όσοι εξυπηρετούνται στους παλαιοημερολογίτες, ζημιώνουν την επίσημη Εκκλησία οικονομικά. Από το απλό κεράκι που θα στερηθεί μέχρι τον δίσκο, το Μυστήριο, τον αγιασμό, την ευλογία, την ελεημοσύνη. Και ειδικώς σε μια εποχή που όλο και περισσότερος κόσμος απομακρύνεται από την Εκκλησία, είναι ακόμη πιο επίπονη αυτή η εισροή προς τους δήθεν "σχισματικούς". Απλά τα πράγματα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ΘΕΡΜΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΣΤΟΝ π. ΑΓΓΕΛΟ ΑΓΓΕΛΑΚΟΠΟΥΛΟ!

    Α) Θα ήταν καλό να αναλογιστούν οι διάφοροι παλιοημερολογίτες, ιδίως ο απλός κοσμάκης, την δεινή εξωεκκλησιαστική θέση τους. Υπενθυμίζω πως είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι παλιοημερολογίτες δέχονται ως «ορθόδοξα μυστήρια» κάποιες ορθοδοξόσχημες ιεροπραξίες από ρασοφόρους παλιοημερολογίτες, οι οποίοι είτε είναι καθηρημένοι από την Εκκλησία της Ελλάδος πρώην ιερείς είτε είναι διάδοχοι αυτών που δέχθηκαν αντικανονικές «χειροτονίες» από Ρώσους στην… Αμερική εν έτει 1960. Μάλιστα, μέχρι το 1935 οι παλιοημερολογίτες ήταν μέλη της δήθεν σχισματικής… Εκκλησίας της Ελλάδος! Ακόμη, σύμφωνα με την Συνοδική Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος, τα «μυστήρια» των παλιοημερολογιτών θεωρούνται ως μη γενόμενα και θα πρέπει να επαναλαμβάνονται εξ υπαρχής. http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/dogma/aftoxeires.htm

    Β) Το νέο ή το παλιό ημερολόγιο ουδόλως κωλύουν την κοινωνία της Εκκλησίας με τον… εαυτό της! Παράδειγμα η Εκκλησία της Κύπρου, η Εκκλησία της Ελλάδος, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας κλπ που χρησιμοποιούν στη λατρεία το διορθωμένο ιουλιανό ημερολόγιο (νέο), ενώ το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, το Πατριαρχείο της Γεωργίας, το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων χρησιμοποιούν το ιουλιανό (παλιό). Όλες όμως οι τοπικές Εκκλησίες και Πατριαρχεία είναι πλήρως ενωμένα εν Κυρίω, ανεξαρτήτων ωρολογίων, ημερολογίων, γλωσσών, λατρευτικών πρακτικών, εθνικοτήτων κλπ. Όταν ο Κύριος μάς ενώνει, είναι αδύνατον οι ανθρώπινες διαφοροποιήσεις να αναιρούν τη βούληση του Κυρίου! Οι αρχαίοι χριστιανοί πρόγονοί μας ακολουθούσαν ακόμη και το αιγυπτιακό, το ευβοϊκό ή το μακεδονικό ημερολόγιο! Και τι μ’ αυτό; Τα ημερολόγια είναι ανθρώπινα, φθαρτά, διανοητικά κατασκευάσματα…

    Γ) Οι αποκαλούμενοι «αδελφοί του Πατρίου» είναι πολυδιασπασμένοι σε δεκάδες αλληλοαντιμαχόμενες ομάδες, εκάστη με τον δικό της αντικανονικό ρασοφόρο αυτοαποκαλούμενο «Αρχιεπίσκοπο Αθηνών» και έχουν ως βασικό έργο την πολεμική κατά της Εκκλησίας, κατά των επισκόπων της και κατά των αγίων που η Εκκλησία συνεχίζει στον κόσμο, διά του αγίου Πνεύματος, να χαρίζει (π.χ. οι όσιοι π. Παϊσιος Αγιορείτης, Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, γέρων Σοφρώνιος Σαχάρωφ, γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής, π. Αμφιλόχιος Μακρής, π. Εφραίμ Κατουνακιώτης κλπ).

    Δ) Δεν εντυπωσιάζει κανέναν η παλιοημερολογίτικης προέλευσης εμμονική καταφορά και εμπάθειά εναντίον του προσώπου ενός κανονικού ορθοδόξου επισκόπου, συγκεκριμένα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Οι παλιοημερολογίτες κατακρίνουν τους διαλόγους με αλλοδόξους και αλλοθρήσκους, οι οποίοι συντείνουν στην αλληλογνωριμία και καταλλαγή, εκμεταλλευόμενοί τους εντυπωσιοθηρικά και αποστερώντας τους από τα θετικά στοιχεία τότε χρονικά συγκείμενά της, όπως την τότε καταλλαγή με τον μουσουλμανικό κόσμο, την συγκεκριμένη εξ αυτής προτροπή μουσουλμάνων ηγετών προς τους πιστούς τους να είναι ανεκτικότεροι με τους χριστιανούς, που ζουν σε μουσουλμανικές χώρες κλπ. Λησμονούν ότι ο Πατριάρχης είναι διεθνώς γνωστό και προβεβλημένο, πρόσωπο, βεβαίως ασκεί πολιτική και διπλωματία με ευστροφία, καταφέρνει να διατηρεί την ύπαρξή του Πατριαρχείου και να κερδίζει διεθνώς σεβασμό, ενώ απειλείται πολλαχόθεν από την Τουρκία, κράτος και παρακράτος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ο αρθρογραφος πεφτει ο ίδιος σε αντιφασεις, αφού ενώ παραδεχεται ότι δεν πρέπει να έχουμε κοινωνία με Σχισματικους, σύμφωνα με :
    - Κανὼν ΛΓ´ Λαοδικείας
    Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι.
    - και την παραγραφο που παραθετει παρακατω : "Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ οι επίσκοποι πράττουν ........ ούτε καί έρχονται σέ μυστηριακή ή συμπροσευχητική κοινωνία μέ αυτούς πρίν από τήν επιστροφή τους στήν Ορθοδοξία[46]."

    μετα κατηγορεί τους παραμένοντας στο Πατριο γιατί διέκοψαν κοινωνια με τους καινοτομους και μας προσαπτει ψευδες γεγονος, ότι δηλαδή επικαλεστηκαμε τον 15ο κανονα της πρωτοδευτερας, ο οποίος είναι σαφώς μόνο για αιρέσεις. Στην εγκύκλιο αποτειχίσεως των 3 Ιεραρχών το 1935 δεν αναφέρεται πουθενα αυτο.
    Επίσης, το τι κανανε απο κει κι υστερα οι παραμένοντας στο Πατριο, δεν αποτελει επιχειρημα για το Σχισμα του 1924. Ακομα κι αν οι αλλοι ειναι οτιδηποτε, αυτο δεν "ξεπλενει" τους Σχισματικους του 1924

    ΑπάντησηΔιαγραφή