8 Οκτ 2012

Η λατρεία τής Εκκλησίας ως χώρος αναγεννήσεως τού ανθρώπου (Α')


Η λατρεία τής Εκκλησίας ως χώρος αναγεννήσεως τού ανθρώπου (Α')
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
 Άν κάποιος θέλη νά ζήση τήν εκκλησιαστική ζωή καί νά μάθη τί είναι η Εκκλησία, πρέπει νά εισέλθη στήν λατρευτική της ζωή μέ ταπείνωση καί ευλάβεια. Είναι γνωστόν ότι στό Άγιον Όρος έχουν μεγάλες ακολουθίες καί οι μοναχοί διήρεσαν τό εικοσιτετράωρο σέ τρείς περιόδους, ήτοι οκτώ καί περισσότερες ώρες προσευχή τήν ημέρα στόν Ναό, περίπου οκτώ ώρες παραμονή στό κελλί γιά κανόνα, ανάγνωση καί ξεκούραση, καί οκτώ ώρες στό διακόνημα, τό οποίο γίνεται μέσα στήν ατμόσφαιρα τής υπακοής καί τής προσευχής.

Μέσα στόν Ναό οι μοναχοί περνούν πολλές ώρες τήν ημέρα, στήν πραγματικότητα παραμένουν τό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τής ζωής τους. Εκτός από τίς καθημερινές ακολουθίες έχουν συχνά καί ολονύκτιες ακολουθίες-αγρυπνίες- τίς οποίες αγαπούν πολύ. Θυμάμαι ότι, όταν πήγα κάποτε σέ κάποια Ιερά Μονή τού Αγίου Όρους, συνάντησα τούς μοναχούς νά είναι χαρούμενοι. Καί στήν σχετική ερώτησή μου γιά τό πού οφειλόταν αυτή η ψυχική ευφορία, μού απάντησαν ότι τό βράδυ είχαν αγρυπνία. Η αγρυπνία είναι τό πνευματικό γλέντι τού μοναχού.
Κάποτε ένας προσκυνητής ρώτησε έναν αγιορείτη μοναχό, γιατί οι μοναχοί παραμένουν τόσες ώρες μέσα στόν Ναό καί χάνουν τόν χρόνο τους. Καί εκείνος απάντησε ότι ομοιάζουν μέ έμβρυα. Όπως τό έμβρυο κάθεται μέσα στήν μήτρα τής μητέρας του γιά εννέα μήνες, χωρίς νά κάνη τίποτε, αλλά μεγαλώνει έως ότου έλθη η ώρα νά γεννηθή, έτσι καί αυτοί παραμένουν μέσα στήν λατρευτική μήτρα τής Εκκλησίας έως ότου κάποια μέρα αναγεννηθούν πνευματικά, ή έως ότου έλθη η ημέρα νά φύγουν από αυτόν τόν κόσμο καί οδηγηθούν στήν πραγματική πατρίδα, τόν ουρανό. Δέν είναι χαμένος χρόνος, αλλά δημιουργικός γιά τήν γέννησή τους στό αιώνιο.
Η απάντηση αυτή δείχνει ότι μέσα στήν λατρεία τής Εκκλησίας αισθάνεται κανείς τήν θαλπωρή καί τήν ζεστασιά τής μητέρας Εκκλησίας καί χωρίς νά τό αντιλαμβάνεται ωριμάζει πνευματικά καί κάποτε γεννιέται εκκλησιαστικά.
Είναι γνωστόν ότι τρία είναι τά στοιχεία κάθε θρησκείας, ήτοι η πίστη, η λατρεία καί τό ήθος, καί επιδιώκεται αυτά νά είναι ενωμένα μεταξύ τους.
Η πίστη αναφέρεται στόν τρόπο μέ τόν οποίο νοείται ο Θεός κάθε θρησκείας, η λατρεία είναι ο τρόπος μέ τόν οποίον εκφράζεται ο σεβασμός τών πιστών στόν συγκεκριμένο Θεό καί τό ήθος αναφέρεται στόν τρόπο μέ τόν οποίο προσαρμόζεται η ζωή καί η κοινωνία στίς επιταγές τού συγκεκριμένου Θεού.
Αυτά τά τρία γνωρίσματα συναντώνται καί στόν Χριστιανισμό, μέ τήν διαφορά ότι ο Χριστιανισμός δέν είναι θρησκεία, όπως νοείται η θρησκεία στά άλλα θρησκεύματα, αλλά Εκκλησία καί έχει πραγματική, προσωπική κοινωνία καί σχέση μέ τόν αληθινό Θεό καί αυτό μεταμορφώνει όλη τήν ύπαρξή του καί έτσι διαφοροποιείται από τίς άλλες θρησκείες ως πρός τήν πίστη, τήν λατρεία καί τό ήθος.
Στήν συνέχεια θά αναπτυχθούν τέσσερα χαρακτηριστικά σημεία γιά τήν λατρευτική ζωή τών μελών τής Ορθοδόξου Εκκλησίας καί αυτό θά προσδιορίση καί τήν διαφορά της μέ άλλες Θρησκείες καί θρησκευτικές παραδόσεις, ήτοι ο ορθόδοξος Ναός, η αγιογράφηση τού Ιερού Ναού, η λειτουργική καί λατρευτική ζωή τής Εκκλησίας καί ο έσω τής καρδίας άνθρωπος, όπου γίνεται η νοερά λατρεία.
1. Ο ορθόδοξος Ναός
Η λατρεία τελείται μέσα σέ έναν συγκεκριμένο χώρο, πού λέγεται Ναός. Η λέξη ναός προέρχεται από τό ρήμα ναίω καί δηλώνει κατοικώ, οπότε ο Ναός σημαίνει τόν χώρο εκείνο στόν οποίο κατοικεί ο Θεός.
Μέ τήν φράση κατοικεί ο Θεός δηλώνουμε τόν χώρο εκείνο στόν οποίο ο Θεός εκδηλώνει τήν ενέργειά Του, όπου οι πιστοί μετέχουν τών ενεργειών τού Θεού. Αυτός ο Ναός λέγεται καί Εκκλησία γιατί εκεί συναθροίζεται ολόκληρη η Εκκλησία, η κεφαλή καί τό σώμα, ο Χριστός καί τά μέλη τού Σώματός Του, καί συναντώνται πραγματικά καί όχι ιδεατά. Γι’ αυτό η φράση «πηγαίνω στόν Ναό» ταυτίζεται εννοιολογικά μέ τήν φράση «πηγαίνω στήν Εκκλησία». Καί η πραγματική σύναξη τής Εκκλησίας είναι τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας.
Ο ορθόδοξος Ναός έχει διαμορφωθή βάσει τής σκηνής τού Μαρτυρίου καί τού Ναού τού Σολομώντος. Όπως είναι γνωστόν, ο τρόπος κατασκευής τής σκηνής τού Μαρτυρίου έγινε μέ υπόδειξη τού Μωϋσέως, ύστερα από τήν θεοπτία πού είχε στό όρος Σινά, δηλαδή ήταν εντολή τού Θεού πού δόθηκε στόν Μωϋσή, κατά τήν θεοπτική εμπειρία τού τελευταίου. Ο Μωϋσής εισήλθε στόν γνόφο, γνώρισε τήν άκτιστη πραγματικότητα καί στήν συνέχεια μετέφερε αυτήν τήν εμπειρία μέ κτιστά εικονίσματα. Νά σκεφθούμε ότι ο λαός ήταν στίς υπώρειες τού Σινά, ο Ααρών ανέβηκε μέχρις ενός σημείου, αλλά ο Μωϋσής εισήλθε στόν γνόφο (Έξοδος, κεφ. ιθ' καί κ').
Η σκηνή τού Μαρτυρίου καί ο Ναός δημιουργήθηκαν μέσα σέ αυτήν τήν διάταξη, όπως τήν ερμηνεύει ο Απόστολος Παύλος στήν πρός Εβραίους επιστολή του. Γράφει: «Είχε μέν ούν καί η πρώτη σκηνή δικαιώματα λατρείας τό τε άγιον κοσμικόν». Στό πρώτο μέρος τής σκηνής, πού λεγόταν άγια, υπήρχαν η λυχνία, η τράπεζα καί η πρόθεση τών άρτων. Μετά από τό δεύτερο καταπέτασμα ήταν τό δεύτερο μέρος τής σκηνής, πού λεγόταν «άγια αγίων» καί είχε μέσα τό χρυσούν θυμιατήριο καί τήν κιβωτό τής Διαθήκης, η οποία ήταν σκεπασμένη από χρυσάφι, μέσα στήν οποία υπήρχε η χρυσή στάμνα μέ τό μάννα, η ράβδος τού Ααρών καί οι πλάκες τής Διαθήκης. Στό πρώτο μέρος τής σκηνής εισέρχονταν μόνον οι Ιερείς πού επιτελούσαν τίς ιεροτελεστίες, ενώ στό δεύτερο μέρος τής σκηνής εισερχόταν ο Αρχιερεύς «άπαξ τού ενιαυτού».
Η διάταξη τής σκηνής τού Μαρτυρίου έγινε κατά τόν τρόπο αυτόν γιά νά δηλωθή ότι η πρώτη σκηνή συμβολίζει τίς θυσίες καί τά δώρα πού προσφέρονται στόν Θεό καί τά οποία αναφέρονται στίς καθάρσεις, ενώ στήν δεύτερη σκηνή, τά άγια τών αγίων, πού είναι μεγαλύτερη καί τελειότερη, εισήλθε ο Χριστός, πρσφέροντας θυσία μέ τό αίμα Του, τό οποίο καθαρίζει τήν συνείδησή μας από τά νεκρά έργα πού οδηγούν στόν θάνατο, «εις τό λατρεύειν Θεώ ζώντι» (Εβρ. η', 1-14). Η λατρεία τού ζώντος Θεού γίνεται στά άγια τών αγίων.
Τελικά, η παρουσία τού λαού, τών Ιερέων καί η εμπειρία τού Μωϋσέως μέσα στόν γνόφο έγιναν πρότυπο γιά τήν σκηνή τού Μαρτυρίου καί αυτή χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο γιά νά κτισθή ο περίφημος Ναός τού Σολομώντος. Παρατηρώντας τό σχεδιάγραμμα τού Ναού τού Σολομώντος βλέπουμε ότι στό κέντρο, όχι στό μέσον, θά λέγαμε στόν πυρήνα του, ήταν τά άγια τών αγίων καί τό ιερό, όπου εισερχόταν μιά φορά ο Αρχιερεύς τού έτους εκείνου. Ο χώρος πού περιέβαλλε τά άγια τών αγίων ήταν η αυλή τών ιερέων, όπου υπήρχε τό θυσιαστήριο καί ο χάλκινος νιπτήρ. Ο αμέσως ευρύτερος χώρος ονομαζόταν αυλή τού Ισραήλ, μέ τόν ιδιαίτερο χώρο γιά τίς γυναίκες. Καί έξω από αυτόν πού επικοινωνούσε μέ τήν ωραία πύλη υπήρχεν η αυλή τών εθνών. Δηλαδή, οι Εβραίοι εισέρχονταν στόν Ναό, ανάλογα μέ τήν θέση πού είχαν στήν ιουδαϊκή κοινότητα.
Η διδασκαλία τής Εκκλησίας ότι η Παναγία εισήλθε στά άγια τών αγίων καί έζησε εκεί γιά δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μέ τήν τροφή πού λάμβανε από τόν άγγελο, κατά τήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, δείχνει τά θαυμαστά γεγονότα πού έζησε η Παναγία στά άγια τών αγίων. Διήλθε τόν χώρο τών Ισραηλιτών, τόν χώρο τών Ιερέων καί εισήλθε στά άγια τών αγίων.
Αυτό, κατά τήν ερμηνεία τών Πατέρων μας, ιδίως τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, δηλώνει ότι η Παναγία εισήλθε στήν θέωση, καί τρεφόταν από τήν ουράνια τροφή, πού είναι η άκτιστη Χάρη τού Θεού, η θεωρία τού ακτίστου Φωτός. Μάλιστα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύει τήν ζωή τής Παναγίας μέσα στόν Ναό ως τύπο τού ησυχαστού, πού ζούσε ησυχαστικά, προσευχόταν νοερά, αφού ο νούς της ανέβηκε μέχρι τήν θεωρία τού Θεού καί έφθασε στήν θέωση.
Η διαίρεση αυτή τού εβραϊκού Ναού χρησιμοποιήθηκε αναλογικώς καί από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας γιά νά απαρτισθή ο ορθόδοξος Ναός, πού διαιρείται στόν Νάρθηκα, τόν κυρίως Ναό καί τό Ιερό Βήμα. Στόν Νάρθηκα παραμένουν οι κατηχούμενοι καί οι μετανοούντες, στόν κυρίως Ναό προσεύχονται οι πιστοί καί στό Ιερό Βήμα εισέρχονται οι Κληρικοί.
Αυτό τό βλέπουμε κατά τήν Προηγιασμένη θεία Λειτουργία. Στήν θεία αυτή Λειτουργία συμμετέχουν οι πιστοί, καί λέγονται πιστοί γιατί έχουν τήν πίστη εκ θεωρίας, καί όχι απλώς τήν πίστη εξ ακοής. Αντίθετα, οι κατηχούμενοι καί οι πρός τό φώτισμα αποχωρούν από τήν θεία Λειτουργία μετά τήν ανάγνωση τού Ευαγγελίου. Ο Ιερεύς προτρέπει τούς κατηχουμένους νά απέλθουν από τόν Ναό. «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε». Έπειτα, προτρέπονται νά απέλθουν καί όσοι ετοιμάζονται νά βαπτισθούν, δηλαδή οι πορευόμενοι πρός τό φώτισμα, αφού τό άγιο Βάπτισμα λέγεται φώτισμα. Η προτροπή είναι: «όσοι πρός τό φώτισμα προέλθετε».
Κατά τήν περίοδο τής κατηχήσεως οι κατηχούμενοι μάθαιναν νά καθαρίζουν τήν καρδιά τους από τά πάθη. Μέ τό Βάπτισμα αποκτούσαν τόν φωτισμό τού νού, πού λέγεται φώτισμα. Η επιβεβαίωση τού φωτισμού τού νού γινόταν μέ τό Χρίσμα, γι’ αυτό στά λατινικά τό χρίσμα λέγεται confirmatio-επιβεβαίωση. Στήν συνέχεια προχωρούσαν στήν μετάληψη τής θείας Κοινωνίας, μέ τήν οποία γεύονταν τήν θέωση.
Αυτό τό βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά στόν ζ' Κανόνα τής Β' Οικουμενικής Συνόδου, πού γράφει:
«Τήν πρώτην ημέραν ποιούμεν αυτούς Χριστιανούς, τήν δέ δευτέραν κατηχουμένους· είτα τή τρίτη εξορκίζομεν αυτούς, μετά τού εμφυσάν τρίτον εις τό πρόσωπον, καί εις τά ώτα, καί ούτω κατηχούμεν αυτούς, καί ποιούμεν χρονίζειν εις τήν εκκλησίαν, καί ακροάσθαι τών γραφών, καί τότε βαπτίζομεν αυτούς». Δηλαδή:
«Τήν πρώτη μέρα τούς κάνουμε Χριστιανούς, τήν δεύτερη κατηχουμένους έπειτα τήν τρίτη τούς εξορκίζομε φυσώντας ταυτόχρονα τρείς φορές στό πρόσωπό τους καί στ’ αφτιά τους, καί έτσι τούς κατηχούμε καί τούς κάνουμε νά περιμένουν στήν εκκλησία πολύ καιρό καί ν’ ακούνε τίς Γραφές καί τότε τούς βαφτίζουμε».
Αυτή η διάταξη σημαίνει ότι προκειμένου κανείς νά βαπτισθή διερχόταν από διαδοχικές καθάρσεις, αφού η κατήχηση στήν αρχαία Εκκλησία δέν ήταν μιά απλή διδασκαλία, αλλά μιά ολόκληρη θεραπευτική αγωγή, μέ τήν οποία καθαριζόταν η καρδιά καί φωτιζόταν ο νούς τού ανθρώπου. Τούς κατέτασσαν στήν τάξη τών κατηχουμένων, τούς μάθαιναν πώς νά πολεμούν τόν διάβολο στόν χώρο τών λογισμών καί τών παθών, τούς συνιστούσαν νά παραμένουν στόν Ναό μέχρι τό Αποστολικό καί Ευαγγελικό ανάγνωσμα καί τό κήρυγμα πού ακολουθούσε, καί στόν κατάλληλο καιρό, όταν είχαν ωριμάσει πνευματικά, τούς βάπτιζαν.
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στίς Κατηχήσεις του αναφέρεται σέ αυτό. Στήν προκατήχησή του στούς φωτιζομένους λέγει: «Ονοματογραφία τέως υμίν γέγονε, καί στρατείας κλήσις». Τούς συνιστά νά προετοιμάζωνται κατάλληλα: «Καιρός εξομολογήσεως ο παρών. Εξομολόγησαι τά πεπραγμένα, τά εν λόγω, τά εν έργω, τά εν νυκτί, τά εν ημέρα… Σχόλασον εις τούς επορκισμούς παρέδρευε ταίς κατηχήσεσιν, καί μέμνησο τών λεχθησομένων... Πάσαν μέριμναν ανθρωπίνην εξάλειψον από σού... εις προσευχάς έτοιμος έσο. Δείξον εν ασκήσει τής καρδίας σου τό νενευρωμένον. Καθάρισόν σου τό άγγος, ίνα πλείονα δέξη τήν Χάριν».
Μαζί μέ τούς κατηχουμένους αποχωρούσαν από τόν Ναό καί οι μετανοούντες, δηλαδή οι Χριστιανοί εκείνοι πού διέπρατταν κάποια αμαρτία. Η αμαρτία είναι ένδειξη ότι ο άνθρωπος δέν έχει φωτισμένο νού, γιατί εάν τόν είχε φωτισμένο δέν θά αρνείτο τόν Χριστό, μέ τήν διάπραξη τής αμαρτίας. Έτσι η αμαρτία είναι, κατά τόν Απόστολο Παύλο, υστέρηση τής δόξης, τής λαμπρότητος τού Φωτός τού Θεού. «Πάντες ήμαρτον καί υστερούνται τής δόξης τού Θεού» (Ρωμ. γ', 23).
Ο Μ. Βασίλειος κανονίζει νά περνούν οι μετανοούντες μέσα από διάφορα στάδια μετάνοιας, ώστε νά διαπιστωθή η μετάνοιά τους. Άλλωστε, η μετάνοια δέν είναι μιά διανοητική καί συναισθηματική κατάσταση, αλλά μιά ολοκληρωτική αλλαγή τού ανθρώπου. Υπήρχαν τά εξής στάδια μετανοούντων: οι προσκλαίοντες, πού όφειλαν νά παραμένουν έξω από τήν θύρα τού Ναού εξομολογούμενοι τήν αμαρτία τους καί νά ζητούν από τούς εισερχομένους νά προσευχηθούν γι’ αυτούς οι ακροώμενοι τά ιερά αναγνώσματα, πού εξέρχονταν από τόν Ναό μαζί μέ τούς κατηχουμένους οι υποπίπτοντες πού προσεύχονταν γονατιστοί καί εξέρχονταν τού Ναού μαζί μέ τούς κατηχουμένους οι συνιστάμενοι οι οποίοι παρέμεναν μαζί μέ τούς πιστούς μέχρι τό τέλος τής θείας Λειτουργίας, χωρίς όμως νά κοινωνούν τών Τιμίων Δώρων καί τέλος οι κοινωνούντες τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού. Οι μετανοούντες παρέμειναν σέ αυτές τίς κατηγορίες διαδοχικά καί σέ κατάλληλο χρονικό διάστημα.
Από αυτήν τήν αρχαία συνήθεια, τήν οποία συναντάμε σέ Κανόνες τού Μ. Βασιλείου, φαίνεται ότι η μετάνοια τών πιστών συνδέεται μέ τήν παρουσία τους μέσα στόν Ιερό Ναό, κατά τήν θεία Λειτουργία, καί τήν κοινωνία τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού. Δέν επρόκειτο γιά μιά μετάνοια συναισθηματική, ατομική, αλλά πνευματική καί εκκλησιαστική. Όλη η εκκλησιαστική κοινότητα μετέχει στήν μετάνοια τών Χριστιανών. Μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά δούμε καί τόν καθορισμό τής περιόδου τής Μ. Τεσσαρακοστής, ως περιόδου μετανοίας καί προσευχής.
Η όλη διάρθρωση τού Ιερού Ναού έχει σχέση μέ τήν εκκλησιαστική πράξη τής Εκκλησίας, γιά τόν τρόπο μέ τόν οποίο οι διάφορες κατηγορίες Χριστιανών θά παρευρίσκονταν στήν θεία Λειτουργία. Άν διαβάση κανείς προσεκτικά τίς ευχές τού Ιερέως, όπως τίς έχει συνθέσει ο Μ. Βασίλειος, θά διαπιστώση ότι η είσοδος τού Ιερέως στό Ιερό Βήμα γιά νά τελέση τήν θεία Λειτουργία ομοιάζει μέ τήν άνοδο τού Μωϋσέως στό όρος Σινά: «ίνα ακατακρίτως στάντες ενώπιον τής αγίας δόξης σου, προσάγωμέν σοι θυσίαν αινέσεως». «Ο στήσας ημάς τούς ταπεινούς καί αναξίους δούλους σου κατ' ενώπιον τής δόξης σου λειτουργείν τήν αναίμακτον θυσίαν». Τό ίδιο φαίνεται καί στίς ευχές στήν θεία Λειτουργία τού ιερού Χρυσοστόμου.
Υπήρχε, όμως, περίοδος κατά τήν οποία εκκοσμικεύθηκαν οι Χριστιανοί, χάθηκαν αυτά τά στάδια τής πνευματικής ζωής, οπότε εισέρχονταν μέσα στόν Ιερό Ναό όλοι οι βαπτισμένοι, ανεξάρτητα, άν ήταν μετανοούντες διαφόρων βαθμών ή αμετανόητοι. Αυτός φαίνεται είναι ο λόγος πού η Εκκλησία γιά νά αντιμετωπίση αυτήν τήν κατάσταση έκανε τρείς αλλαγές.
Η πρώτη αλλαγή είναι ότι απαγόρευσε όχι μόνον στίς γυναίκες, αλλά καί στούς άνδρες, χωρίς ευλογία, νά εισέρχωνται στό Ιερό Βήμα. Γι’ αυτό καί υπάρχει στό Μέγα Ευχολόγιο ειδική ευχή πού διαβάζεται από τού Αρχιερείς «Εις τόν εισερχόμενον εις διακονίαν εκκλησιαστικήν».
Η δεύτερη αλλαγή, όπως λέγει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, είναι ότι ύψωσε τά τέμπλα τών Ιερών Ναών, ώστε οι ευρισκόμενοι στόν Ναό νά μή βλέπουν μέ τά μάτια τους αυτά πού γίνονται μέσα στό Ιερό Βήμα καί επάνω στήν Αγία Τράπεζα. Στούς παλαιότερους Ιερούς Ναούς δέν υπήρχαν τέμπλα καί δέν υπήρχε διαχωριστικός τοίχος μεταξύ τού χώρου πού βρίσκονταν οι πιστοί καί τού χώρου τού Ιερού Βήματος, αλλά μόνον μερικά κολονάκια καί χαμηλές εικόνες μέ τά Βήλα, δηλαδή ένα μικρό καταπέτασμα. Έτσι υπήρχε ένα χώρισμα, αλλά υπήρχε οπτική θέα. Από τήν στιγμή όμως πού στόν κυρίως Ναό εισέρχονταν καί οι κατηχούμενοι, αλλά καί οι μετανοούντες, χωρίς νά περνούν τά διαδοχικά στάδια μετανοίας, όπως τά είδαμε πιό πάνω, η Εκκλησία ανύψωσε τά τέμπλα, μέχρι σχεδόν τήν οροφή τού Ναού, γιά νά κρύψη από τά μάτια τών Χριστιανών όλα όσα θά τελούνταν στό Ιερό Βήμα.
Η τρίτη αλλαγή, πού συνδέεται μέ τήν εκκοσμίκευση τών Χριστιανών, είναι η καθιέρωση τής μυστικής αναγνώσεως τών ευχών τής λατρείας. Στήν χειρόγραφη, αλλά καί τήν έντυπη παράδοση φαίνεται καθαρά ότι άλλοτε ο Ιερεύς απαγγέλλει τίς ευχές εκφώνως, όπως γίνεται μέ τίς ευχές τού Μεγάλου Αγιασμού καί τίς ακροτελεύτιες εκφωνήσεις, άλλοτε μυστικώς ή χθαμαλή τή φωνή γιά νά ακούνε μόνον οι συλλειτουργούντες Κληρικοί.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα γράφει ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας στήν ερμηνεία του «Εις τήν θείαν Λειτουργίαν» γιά τό θέμα αυτό. Διακρίνει σαφώς τίς δεήσεις τού Διακόνου από τίς ευχές καί τίς εκφωνήσεις τού Ιερέως. Μετά τήν ανάγνωση τού ιερού Ευαγγελίου «εύξασθαι μέν κελεύει τό πλήθος ο διάκονος», αλλά «εύχεται δέ αυτός ο ιερεύς ένδον καθ' εαυτόν ησυχή τάς ευχάς εκείνων υπό τού Θεού προσδεχθήναι». Ο λαός, ύστερα από τήν προτροπή τού Διακόνου, προσεύχεται στόν Θεό καί ο Ιερεύς εύχεται στόν Θεό «ένδον καθ' εαυτόν ησυχή», ήτοι προσεύχεται μόνος του μέσα στό ιερό Βήμα σιωπηλώς γιά νά γίνουν δεκτές οι προσευχές τών παρευρισκομένων. Μόλις τελειώση τίς δεήσεις ο Διάκονος καί ο Ιερεύς τίς ευχές, τότε ο Ιερεύς «τόν Θεόν δοξολογήσας μεγάλη βοή, κοινωνούς καί αυτούς τής δοξολογίας λαμβάνει». Οι προσευχές τού Ιερέως εναλλάσσονται μεταξύ τής δοξολογίας πού εκφωνείται δυνατά («δοξολογίαν αναβοήσας»), «μετά τού πλήθους», «κατά τό ειωθός» καί τής «εφ' εαυτού» προσευχής «καί τού πλήθους».
Κατά τήν ευχή τής κεφαλοκλισίας πρό τής εκφωνήσεως «τά άγια τοίς αγίοις», γράφει ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας: «Πάντων δέ κλινόντων τάς κεφαλάς, ο ιερεύς εφ' εαυτού τώ Θεώ χάριτας τής τών όντων δημιουργίας ομολογήσας εύχεται τά συμφέροντα πάσι... Είτα δοξολογίαν προσθείς εις επήκοον τού περιεστώτος πλήθους, υμνεί τήν παναγίαν Τριάδα» καί αφού λάβει κοινωνούς τής δοξολογίας τούς πιστούς, «είτα πάλιν εις εαυτόν επιστρέφει καί ησυχή καθ' εαυτόν εύχεται».
Εδώ πρέπει νά σημειωθή καί τό γεγονός ότι η Εκκλησία προσεύχεται πάντοτε επιστημονικά. Δηλαδή, δέν προσεύχεται μέ τόν ίδιο τρόπο γιά όλους τούς ανθρώπους, αλλά προσεύχεται στόν Θεό νά δίνη στόν καθένα ανάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση. Άλλη είναι η δέηση τού Ιερέως γιά τούς πιστούς, πού βρίσκονται στόν φωτισμό καί τήν θέωση, άλλη είναι η δέηση γιά τούς κατηχουμένους καί φωτιζομένους, ώστε νά καθαρισθούν καί νά βαπτισθούν, άλλη είναι η δέηση γιά τούς αγίους, άλλη είναι η δέηση γιά τούς αμαρτωλούς, άλλη είναι η δέηση γιά τούς Ορθοδόξους καί άλλη είναι η δέηση γιά τούς αιρετικούς ώστε νά επιστρέψουν στήν Εκκλησία.
Μέσα από αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά δούμε τό γιατί απαγορεύεται η συμπροσευχή μέ τούς αιρετικούς. Όπως υποστηρίζει καί πάλι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, δέν είναι δυνατόν όλοι νά ακούμε τίς ίδιες προσευχές, γιατί είναι διαφορετική η πνευματική κατάσταση κάθε ανθρώπου. Οι πιστοί πιστεύουν ορθόδοξα στόν Τριαδικό Θεό καί οι αιρετικοί, πού έχουν πεπλανημένη διδασκαλία, πρέπει νά επιστρέψουν στήν αληθινή πίστη γιά νά ενταχθούν στήν κοινότητα τών προσευχομένων Ορθοδόξων.
Επομένως, η διάταξη καί η διάρθρωση τού Ιερού Ναού συνδέεται πολύ στενά μέ τό όλο συνοδικό καί ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας, έχει σχέση τόσο μέ τήν πνευματική κατάσταση τών Χριστιανών, όσο καί μέ τήν ιδιαίτερη θέση καί διακονία τους στήν Εκκλησία.
2. Η αγιογράφηση τού Ιερού Ναού
Η Εκκλησία, μέσα στήν προοπτική πού είδαμε μέχρι τώρα, αγιογράφησε καί τούς Ιερούς Ναούς, πού σημαίνει ότι ο τρόπος τής αγιογραφήσεως τών Ιερών Ναών είναι καθαρά θεολογικός, καί ο κάθε αγιογράφος δέν αυτοσχεδιάζει καί δέν αυθαιρετεί, δέν κάνει ό,τι θέλει καί ό,τι επιθυμεί. Έχει καθορισθή από τήν Παράδοση τής Εκκλησίας τί αγιογραφείται σέ κάθε μέρος τού Ιερού Ναού καί ποιός είναι ο σκοπός τής αγιογραφίας.
Στόν Νάρθηκα τοποθετούνται οι φιλόσοφοι τής αρχαίας Ελλάδος, ιδίως από τόν 16ον αιώνα καί μετά, γιατί η Εκκλησία θέλει νά δείξη ότι είχαν ψήγματα αληθείας, δηλαδή δέν βρίσκονταν στό ίδιο επίπεδο θεογνωσίας μέ τούς Προφήτες τής Παλαιάς Διαθήκης, αλλά είχαν τόν λεγόμενο «σπερματικόν λόγον», όπως έλεγε ο άγιος Ιουστίνος, ο μάρτυς καί φιλόσοφος, στήν β' απολογία του.
Στόν διαχωρισμό μεταξύ τού Νάρθηκος καί τού κυρίως Ναού αγιογραφείται η Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού. Πρέπει νά γίνη μιά ανάλυση αυτής τής εικόνος επειδή παρουσιάζει τήν ουσία τής θεολογίας τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έπρεπε οι κατηχούμενοι νά μάθουν ποιός είναι ο σκοπός τής Εκκλησίας, ποιό είναι τό έργο της καί τί σημαίνει Παράδεισος καί Κόλαση.
Στήν κορυφή τής παραστάσεως βρίσκεται ο ένθρονος Χριστός καί πέριξ Αυτού οι δώδεκα θρόνοι τών Αποστόλων, αφού αυτοί θά κρίνουν τόν κόσμο. Από τόν θρόνο τού Θεού εξέρχεται τό θείο Φώς πού φωτίζει τούς δικαίους ανθρώπους, πού σημαίνει ότι αυτοί απέκτησαν πνευματικό οφθαλμό καί βλέπουν τόν Θεό ως Φώς, αλλά καί από τόν θρόνο τού Θεού εκπορεύεται τό πύρ, πού κατακαίει τούς αμετανοήτους αμαρτωλούς, επειδή δέν απέκτησαν πνευματικό οφθαλμό, ο νούς τους ήταν σκοτεινός. Αυτό σημαίνει ότι τόσο τό Φώς όσο καί τό πύρ είναι άκτιστα. Δέν είναι τό Φώς άκτιστο καί τό πύρ κτιστό.
Οι κατηχούμενοι καί οι μετανοούντες πρέπει νά βλέπουν αυτήν τήν παράσταση γιά νά καταλάβουν τόν σκοπό τής Εκκλησίας, πού αποβλέπει στήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση τού ανθρώπου. Η Εκκλησία δέν «κόβει» εισιτήρια γιά τόν Παράδεισο, αλλά προετοιμάζει τούς ανθρώπους, τούς θεραπεύει, ώστε, όταν θά δούν τόν Θεό, ο Θεός νά γίνη Παράδεισος-Φώς καί όχι Κόλαση-πύρ. Οι εισερχόμενοι εντός τού Ναού έπρεπε νά βλέπουν αυτήν τήν διπλή ιδιότητα τής Χάριτος τού Θεού πού φωτίζει καί κατακαίει, όπως καί τό κτιστό φώς έχει τήν φωτιστική ενέργεια καί τήν καυστική ενέργεια. Οπότε, ο Παράδεισος καί η Κόλαση δέν υφίστανται εξ επόψεως τού Θεού, αλλά υφίστανται εξ επόψεως τού ανθρώπου. Όταν οι άνθρωποι είναι αμετάνοητοι θά δούν τόν Θεό ως πύρ, ενώ οι δίκαιοι θά δούν τόν Θεό ως Φώς.
Μιά αντιπαραβολή τής ορθοδόξου εικόνος τής Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού μέ τήν δυτική εικόνα τής κρίσεως εντοπίζει τήν διαφορά μεταξύ τής ορθοδόξου καί δυτικής θεολογίας. Η Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού στό παπικό παρεκκλήσι Καπέλα Σιξτίνα, τήν οποία ζωγράφισε ο διάσημος ζωγράφος τής Αναγεννήσεως Μιχαήλ Άγγελος, δημιουργεί φόβο. Είναι μιά επίγεια καί κοσμική παράσταση, πού παρουσιάζει τόν Χριστό ως έναν «πρωταθλητή» πού σηκώνει μέ οργή τό χέρι Του καί όλη η δεξιά πλευρά τής παραστάσεως επηρεάζεται από αυτήν τήν κίνηση τού απειλητικού καί φοβερού χεριού τού Χριστού.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος, πού ήταν αγιογράφος, ερμήνευσε μέσα από τά κριτήρια τής ορθοδόξου ζωής τίς ζωγραφιές, αλλά καί τήν παράσταση τής Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού στό παπικό παρεκκλήσι Καπέλα Σιξτίνα. Γράφει: «η ψυχή δέν διατίθεται καθόλου γιά προσευχή, αλλά μόνον γιά διαφόρους καλλιτεχνικούς καί φιλοσοφικούς στοχασμούς». Ειδικά γιά τήν παράσταση τού Χριστού ως Κριτού, έγραψε: «Λές καί είναι κάποιος ‘’πρωταθλητής’’ πού εκσφενδονίζει στήν άβυσσο τού άδη όλους εκείνους πού τόλμησαν νά τού αντισταθούν. Η χειρονομία του είναι ‘’εκδικητικη’’, ωμή…Καί είμαι βέβαιος ότι δέν είναι καθόλου ο αυθεντικά ευαγγελικός Χριστός».
Έπειτα, ο κυρίως Ναός, πού είναι ο χώρος γιά τούς πιστούς, αγιογραφείται μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά δείξη τί είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία δέν είναι απλώς ένα άθροισμα ανθρώπων γιά νά λύσουν κάποια προβλήματα, έστω καί ψυχολογικά καί πνευματικά, αλλά η κοινωνία τους μέ τόν Θεό.
Στόν τρούλλο, πού μάς υπενθυμίζει τόν ουράνιο χώρο, αγιογραφείται ο Παντοκράτωρ, πού είναι ο Υιός καί Λόγος τού Θεού, ο Οποίος κρατά μέ τό αριστερό Του χέρι τό Ευαγγέλιο, τό οποίο πρέπει νά εφαρμόζουμε στήν ζωή μας καί μέ τό δεξιό Του χέρι ευλογεί τούς πιστούς. Ο Χριστός εικονίζεται αυστηρός καί ιλαρός, καί ομοιάζει μέ τόν Πατέρα, επειδή είναι ομοούσιος μέ τόν Πατέρα καί επειδή διά τού Χριστού βλέπουμε τόν Πατέρα, κατά τόν λόγο Του «ο εωρακώς εμέ εώρακε τόν Πατέρα» (Ιωάν. ιγ', 9). Πέριξ τού Παντοκράτορος είναι οι χοροί τών αγγέλων καί σέ άλλο κύκλο ο χορός τών Προφητών. Στά τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα τού τρούλλου εικονίζονται οι τέσσερεις ευαγγελιστές, πού συνέγραψαν τά Ευαγγέλια.
Στήν κόγχη τού Ιερού Βήματος, πού συνδέει τόν τρούλλο μέ τόν κυρίως Ναό, αγιογραφείται η Παναγία, πού κρατά στήν αγκάλη της τόν Χριστό καί τήν περιστοιχίζουν οι άγγελοι. Η Παναγία είναι «η γέφυρα η μετάγουσα τούς εκ γής πρός ουρανόν». Κάτω καί πέριξ τής Αγίας Τραπέζης είναι ο λειτουργικός κύκλος, αφού αγιογραφούνται οι άγιοι Ιεράρχες. Όλη αυτή η παράσταση μαζί μέ τήν εικογράφηση τού Μυστικού Δείπνου δείχνει τήν τέλεση τής θείας Λειτουργίας, στήν οποία συμμετέχουν οι άγγελοι καί οι Άγιοι. Αυτό μάς δείχνει τί είναι η θεία Λειτουργία, καί ποιοί συμμετέχουν σέ αυτήν.
Στόν κυρίως Ναό αγιογραφούνται σκηνές από τήν ζωή τού Χριστού καί διάφοροι άγιοι. Πρόκειται γιά τήν εικογράφηση ολόκληρης τής Εκκλησίας, πού αποτελείται από ζώντες καί κεκοιμημένους, ανθρώπους καί αγγέλους, Κληρικούς καί λαϊκούς, Πατέρες καί Μάρτυρες. Έτσι, στόν εικονογραφημένο Ναό συμπλέκονται οι Άγιοι μέ τούς ανθρώπους, γιατί μία είναι η Εκκλησία, ουράνια καί επίγεια.
Η τεχνοτροπία τής βυζαντινής τέχνης παρουσιάζει τήν ένωση κτιστού καί ακτίστου. Οι Άγιοι βρίσκονται μέσα στό άκτιστο Φώς, γιατί ο κάμπος πολλές φορές είναι χρυσίζων, αλλά τό Φώς τού Θεού δέν είναι έξω από τούς Αγίους, είναι μέσα τους. Επειδή οι Άγιοι είναι μέλη τής Εκκλησίας, πού σημαίνει ταυτόχρονα είναι μέλη τού Σώματος τού Χριστού, τό Φώς αυτό τού Θεού είναι μέσα στούς Αγίους. Καί αυτό φαίνεται από τήν μεταμόρφωση τού έσω ανθρώπου, αλλά κυρίως από τό φωτοστέφανο πού περιβάλλει τίς κεφαλές τους, πού σημαίνει ότι οι Άγιοι βλέπουν τό άκτιστο Φώς, πού είναι η Βασιλεία τού Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στίς βυζαντινές αγιογραφίες δέν υπάρχει καμμιά σκιά, γιατί τό Φώς τού Θεού δέν φωτίζει τούς Αγίους από έξω, αλλά εξέρχεται μέσα από τήν καρδιά τους καί τό σώμα τους. Καί τό σώμα είναι μεταμορφωμένο.
Αλλά καί η ψαλμωδία πού ακούγεται μέσα στούς ορθοδόξους Ναούς, πού είναι η λεγομένη βυζαντινή μουσική, έγινε από τούς Πατέρες κατά τέτοιον τρόπο, ώστε νά κατανύσση τήν ψυχή τού ανθρώπου καί νά τόν βοηθήση νά προσεύχεται, καί όχι νά τόν καταπλήξη. Είναι ψαλμωδία τής καρδιάς, τής κατανύξεως, πού βοηθά στήν κάθαρση τής καρδιάς, τόν φωτισμό τού νού. Μπορεί κανείς στόν Ιερό Ναό, ακούγοντας τήν γνήσια βυζαντινή μουσική, νά κάνη καί τήν νοερά λατρεία. Η δυτική μουσική είναι συναισθηματική καί ερωτική μουσική, ενώ η βυζαντινή μουσική είναι κατανυκτική, πού οδηγεί στήν μετάνοια.
(συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου