ΔΙΑ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΘΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τοῦ
Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
Η
ΚΟΙΝΩΝΙΑ μας ἔχει χαλάσει. Δὲν εἶναι πιὰ χριστιανική. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὴ
συγκροτοῦν ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Μερικοὶ μάλιστα τὸν ἔχουν ξεχάσει
κιόλας, γι᾽ αὐτὸ καὶ ζοῦν δίχως προσανατολισμὸ καὶ δίχως σκοπὸ στὴ ζωή τους. Εἶναι
ἄδειοι ἐσωτερικὰ καὶ ζοῦν μέσα στὴν κόλαση, ποὺ μόνοι τους δημιούργησαν.
Νομίζουν ὅτι αὐτὸ ποὺ ζοῦν εἶναι τὸ καλύτερο καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν φροντίζουν γιὰ τὴ
βελτίωσή του.
Ἕνας
Ἐπίσκοπος ἐξηγεῖ τὸ φαινόμενο καὶ προτείνει μιὰ ἁπλῆ καὶ συνάμα ἀποτελεσματικὴ
λύση, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἀπαλείψει ὅλα τὰ κακῶς κείμενα τῆς κοινωνίας. Βέβαια, ἡ
προτεινόμενη λύση δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιβληθεῖ διὰ νόμου. Εἶναι πνευματικὴ
λύση καὶ πρέπει ἐλεύθερα νὰ τὴν ἐπιλέξουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἢ τουλάχιστον οἱ
περισσότεροι. Γράφει λοιπὸν ὁ ἔμπειρος Ἐπίσκοπος: «Πολὺ διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ
ζωή, ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν ἦταν φθηνοὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους κι ἀκριβοὶ γιὰ τοὺς ἄλλους.
Καὶ θὰ ἦταν ἀληθινὸς παράδεισος ἡ γῆ, ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐμάθαιναν νὰ ζυγίζουν βαριὰ
τὰ δικά τους παραπτώματα κ᾽ ἐλαφρὰ τῶν ἄλλων. Ὅσο γιὰ κείνους, ποὺ νοιάζονται δῆθεν
γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἠθικὴ τάξη στὸν κόσμο, ἂς μὴ φοβοῦνται. Ἡ δικαιοσύνη
καὶ ἡ ἠθικὴ τάξη καμμιὰ φορὰ κιν- δυνεύουν ἀπὸ τοὺς προστάτες των, παρὰ απὸ τοὺς
ἐχθρούς των».
Ἡ
λύση αὐτὴ ἔχει τὴ βάση της στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, γι᾽ αὐτὸ καὶ κρίνεται ἀνεφάρμοστη
ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς καὶ μὴ χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ βροῦν ἄλλους
τρόπους ἀντιμετώπισης τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θέματος. Ὁ καθένας λέει ὅ,τι σκέφτεται,
ἐπιμένει ἐπιπόλαια στὴν ὀρθότητα τῆς γνώμης του καὶ μετὰ ἀπὸ τὸ πείραμα ἔχουμε
τὴν ἀποτυχία.
Ἔτσι
ἡ κατάσταση δὲν βελτιώνεται. Οἱ ἄνθρωποι γίνονται χειρότεροι. Τὰ σχολεῖα δὲν
προσφέρουν τὴν παιδεία, ποὺ χρειάζεται, οἱ νόμοι μένουν ἀνεφάρμοστοι καὶ οἱ
φυλακὲς πρέπει νὰ αὐξηθοῦν!
Μέσα
σὲ αὐτὴ τὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε, παρόλο ποὺ μᾶς ἐνοχλεῖ, μποροῦμε νὰ κάνουμε
κάτι διαφορετικό, κόντρα στὸ ρεῦμα. Νὰ δείξουμε μὲ τὸ χριστιανικό μας ἦθος καὶ
τὶς προσωπικές μας ἐπιλογὲς ἕνα ἄλλο τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως νὰ
βοηθήσει μερικοὺς νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν πικρὴ κόλαση τῆς κοινωνίας.
Μπορεῖ
ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς νὰ ἔχει μέσα στὴ λίμνη τῆς κόλασης τὸ δικό του μικρὸ
νησί, ποὺ θὰ εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ παραδείσου. Δὲν εἶναι ὑπερβολικὴ ἡ εἰκόνα.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ πετύχει, ὅταν μὲ συνέπεια τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ
ξεπερνάει τὰ ἐμπόδια τῆς καθημερινότητάς του. Τὸ παράδειγμα μᾶς τὸ ἔχουν δώσει οἱ
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ σύγχρονοι Γέροντες.
Ορθόδοξος
Τύπος, 12/10/2012
ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΟ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΜΙΚΡΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΘΕΝΤΩΝ ΧΘΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΧΥΤΗΡΙΟ ΒΡΩΜΟΘΕΑΤΡΟ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΑΣ. ΕΠΑΨΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!
"Ἕνας Ἐπίσκοπος ἐξηγεῖ τὸ φαινόμενο καὶ προτείνει μιὰ ἁπλῆ καὶ συνάμα ἀποτελεσματικὴ λύση, ... ἡ προτεινόμενη λύση εἶναι πνευματικὴ λύση καὶ πρέπει ἐλεύθερα νὰ τὴν ἐπιλέξουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι"
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΧ
Αυτό μπορεί να γίνει, αν πρώτα συνεννοηθούμε ως προς το ζήτημα, και αίτημα, της ελευθερίας.
Οι πνευματικοί νόμοι, δεν είναι νόμοι ελευθερίας ή ανελευθερίας. Είναι νόμοι ζωής. Ζωής προς ανάσταση ή προς κρίση. Δυστυχώς, κρίσεις και μόνο κρίσεις βιώνουμε. Ωστόσο, ελπίζουμε.
Όταν μιλούμε ή γράφουμε για "το θεόσδοτο δώρο της ελευθερίας", πρέπει να γνωρίζουμε ποιο είναι αυτό το δώρο. Το έχουμε ή δεν το έχουμε;
Ασφαλώς το έχουμε, όχι όμως σαν δικαίωμα επιλογής, αλλά ως δικαίωμα προς ανάσταση ή προς κρίση ζωής. Το δικαίωμα είναι εγγενές, η επιλογή όχι, και η σύγχυση μεγαλώνει, όσο δεν επιθυμούμε να γίνουμε διδακτοί των δικαιωμάτων, τα οποία μας έδωσε ο άγιος Θεός. Φθάνουμε ακόμη να κάνουμε λόγο και για "το δικαίωμα της ζωής"! Οποία φρίκη. Δικαίωμα ζωής είναι αυτή η ίδια η ζωή, επιλογή είναι η ανάσταση ή η κρίση. Δεν θέλουμε όμως την ανάσταση, την κρίση προτιμούμε.
Ελεύθεροι είμαστε μόνο ως προς την σκέψη και ως προς την εκφορά δια ζώσης του λόγου, που έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Γι΄ αυτό άλλωστε ελέχθη "ο λόγος ου δέδεται". Ουδείς δύναται να μας εμποδίσει να σκεπτόμαστε και ουδείς μπορεί να φιμώσει τον έναρθρο λόγο μας. Ας θυμηθούμε και το "ου φιμώσεις βουν αλοώντα" (: Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;). Είναι όμως εντελώς άλλο πράγμα, όταν η ελευθερία του λόγου ενδύεται την Αισθητική και, πλέον, η ελευθεριότητα αντκαθιστά την ελευθερία. Τότε οι έννοιες χάνουν το εννόημα και η φωνή το λόγο της.
Αν είμαστε σφοδρά αντίθετοι με όσα μας προετοιμάζει ο οικουμενισμός και η παγκοσμιοποίηση (παρένθεση, σιωνισμός), είναι διότι αυτά μας οδηγούν στην επιδείνωση της ούτως ή άλλως - εκ φύσεως - ένδειας από την οποία πάσχουμε. Το χειρότερο, να νομίζουμε ότι με αυτά ή χωρίς αυτά, είμαστε περισσότερο ή λιγότερο ελεύθεροι. Ασφλώς είμαστε ελεύθεροι, όχι όμως ποσοτικά. Ουδείς μπορεί με σταθμά να ζυγίσει τη φωνή ή τη σκέψη μας. Αυτά που μας έρχονται, είναι προς επίταση των αναγκών και των εξαρτήσεων που οι άνθρωποι έχουμε. Οι προβαλλόμενες δικαιολογίες με τις διευκολύνσεις που μας υπόσχονται, είναι μεγαλύτερες εξαρτήσεις και ακόμη περισσότερες ανάγκες. Δικαίως λοιπόν τα αρνούμεθα.